Γράφει η Έφη Παναγοπούλου
Μέσα της, ήξερε ότι από εκείνη την ημέρα, τίποτα δεν θα είναι ίδιο.
Ήξερε ότι με κάποιον συγκλονιστικό και μαγικό για εκείνη τρόπο, η μοίρα, μετά από πολλούς και μέτριους χορούς, της είχε κάνει το χατίρι.
Απρόσμενα της έφερε εκείνον τον χορό που την έκανε να ξεχάσει όλους τους άλλους.
Πόσο καιρό χόρευε σε χορούς χλιαρούς με παρτενέρ που ούτε καν την κοίταζαν στα μάτια;
Δεν ήθελε να δεθεί, δεν ήθελε να πληγωθεί, δεν ήθελε να βιώσει τα συναισθήματά της, ούτε και να τα βγάλει από τα καλούπια, τα κουτάκια στο μυαλό της που τα κρατούσαν φυλακισμένα.
Τα κρατούσε μέσα της.
Πέρναγε καλά και με χάλια καιρό, δεν την ενδιέφερε η λιακάδα.
Τι κι αν δεν υπήρχαν άστρα στον ουρανό;
Για εκείνη πάντα υπήρχε ένα που ονόμαζε Άγκυρα και με αυτό πορευόταν.
Δεν έλαμπε πάντα· άλλες φορές ήταν θαμπό κι αδύναμο, άλλες πιο λαμπερό και δυνατό.
Δεν την ένοιαζε όμως, ήταν η άγκυρά της.
Εκείνο το αστέρι που της έδινε μια σταθερότητα σε ταραγμένα νερά.
Εκείνο που την κρατούσε σταθερή και στα λιμάνια που έδενε πού και πού.
Πόσες φορές όμως η άγκυρα την πρόδωσε;
Κάποιες φορές, δεν την κρατούσε σταθερή στα λιμάνια.
Άλλες, έμπλεκε σε βράχια και οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν ιδανικές για να ξεμπλέξει, όμως «Ο καλός καπετάνιος, στη φουρτούνα φαίνεται» έλεγε καθώς το πάλευε και θεωρούσε τον εαυτό της τόσο καλό καπετάνιο..
Και τα κατάφερνε σχεδόν πάντα.
Απεμπλοκή άγκυρας και επιτυχής αναχώρηση με δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
Αλλά η ζημιά είχε γίνει.
Ξεκίνησαν ν’ ανοίγουν ένα ένα τα κουτάκια της και να νιώθει πια· αυτό που απέφευγε.
Έστω κι έτσι όμως, βρήκε έναν δικό της τρόπο να νιώθει καλά.
Δεν την ένοιαζαν τα κρύα, ο ουρανός χωρίς άλλα αστέρια και τ’ αγιάζι γιατί πάλευε για τους άλλους.
Αυτό την ένοιαζε πλέον, να είναι οι άλλοι καλά.
Ήταν ο μόνος τρόπος, η μόνη της επιλογή, μιας και δεν την έκανε κανείς άλλος να νιώσει όμορφα.
Πόσο λάθος…
Κανείς δεν είχε παλέψει για εκείνη.
Δούναι.. μα χωρίς λαβείν.
Ώσπου ήρθε η μέρα που ανέτρεψε όλα της τα δεδομένα· εκείνα τα κουτάκια που είχε φτιάξει, άνοιξαν, διαλύθηκαν όλα και σκόρπισαν τα περιεχόμενά τους.
Η άγκυρά της δεν μπορούσε πια να την δέσει κάπου και ο χορός σταμάτησε· δεν υπήρχε πια μουσική.
Και τότε η ζωή, της έδειξε την ομορφιά της.
Της έδειξε ότι όταν υπάρχει υπομονή, έρχεται και η χαρά· με τόκο μάλιστα.
Όταν υπάρχει θέληση, κάπου θα βρεθεί κι αυτός ο άνθρωπος που θα την απογειώσει, που θα την κάνει να χαρεί και τον εαυτό της, πέρα από το δούναι.
Και της το έδειξε με τον πιο όμορφο τρόπο· φέρνοντάς της εκείνον τον ένα.
O Welwood λέει πως η πραγματική αγάπη, υπάρχει όταν αγαπάμε γι’ αυτό που ξέρουμε πως ο άλλος μπορεί να φτάσει να γίνει· όχι μόνο γι’ αυτό που είναι.
Έτσι κι εκείνος, την αγάπησε όχι μόνο γι’ αυτό που είναι αλλά και γι’ αυτό που έβλεπε ότι θα φτάσει να γίνει.
Χόρεψε μαζί του πολλούς χορούς· όχι πλέον χλιαρούς, μα έντονους, ζωντανούς, με υπέροχη μουσική.
Της έβαλε επιτέλους το “λαβείν” μετά το “δούναι” της κι ένιωσε εκτιμημένη επιτέλους.
Γνώρισε την αγκαλιά που έκανε να τρέμει όλο της το είναι, έμαθε την ανιδιοτελή αγάπη.
Έμαθε να αφήνει τον εαυτό της να νιώθει αλλά και να δαμάζει τα συναισθήματά της· να δίνει εκεί που θέλει όσο θέλει και όποτε θέλει.
Βρήκε τον έρωτα και συστήθηκε μαζί του και η άγκυρά της περικυκλώθηκε με αμέτρητα αστέρια πια.
Και πλέον, εννοούσε την πρόταση «Χάρηκα που σε γνώρισα», γιατί όντως, χάρηκε που γνώρισε αυτόν και, από μέσα του, την ουσία του έρωτα και της αγάπης· όχι το περιτύλιγμα.
