Τι ζήτησε ρε γαμώτο; Έναν άνθρωπο να μοιραστούμε το “μαζί”..

May 11, 2020
2 Mins Read
33 Views

Γράφει η Τάνια Αναγνώστου.

Και τι ζήτησε στο κάτω κάτω της γραφής;

Έναν άνθρωπο ζήτησε για να μοιραστεί το βάρος της καθημερινότητας, τη συνήθεια της ύπαρξης.
Που θα πηγαίνει μαζί σε θάλασσες και βουνά.
Μια φιγούρα θολή, σχεδόν ταλαιπωρημένη, όπως ακριβώς ήταν και εκείνος, που είχε χαθεί στα γκρίζα χρώματα του παρελθόντος και που την έσκιαζε το μέλλον, ακόμα και το παρόν.
Βούρκος ατελείωτος οι μέρες μπροστά του και δεν είχε κάτι να πιαστεί, ένα μέρος να ξαποστάσει.
Να στηριχτεί και ύστερα να πάει παρακάτω, έστω με βήματα αργά και τρεμάμενα από το φόβο.

Έναν άνθρωπο ήθελε για να σταματήσει να τον πνίγει η μοναξιά, να του σφίγγει με χέρια σιδερένια τα μηνίγγια.
Δίχως έλεος και σταματημό.
Ξανά και ξανά.
Ήθελε να μάθει και να νιώσει πως είναι όταν ο ένας ζει σαν να είναι δύο.
Το μόνο που έχει τώρα είναι η σιωπή.
Τον καπνό από το τσιγάρο του να τον συντροφεύει στο σκοτάδι της ψυχής.
Θάνατος και λύτρωση μαζί που σε κάνουν για λίγο να ξεχνάς και να ονειρεύεσαι.
Τι μπορούσε όμως να ονειρευτεί πια;
Να κάνει όνειρα για τον έναν ή για τους δύο που ελπίζει να γίνουν ένα;

Κάπου, κάτι τον αποσυντονίζει, παρασέρνει το μυαλό του.
Με κινήσεις σχεδόν μηχανικές σβήνει την καύτρα του τσιγάρου του.
Αποτραβιέται από σκέψεις, συνειρμούς και θύμισες.
Το έργο το έχει δει πολλάκις να παίζεται και εκείνον να πέφτει σαν πρωτάρης στην παγίδα.
Όχι, όμως και απόψε.
Δεν έχει το κουράγιο.
Το μόνο που θέλει είναι να αποκοιμηθεί και να ξεχάσει.
Να πέσει στης λήθης το πηγάδι και να μείνει εκεί, χωρίς να τον ενοχλήσει κανείς.

Οι σκέψεις πια συγκεχυμένες κουράζουν το μυαλό του μα πιότερο την ψυχή του.
Τα βλέφαρά του βαραίνουν και επιτέλους αφήνεται..
Παραδίνεται στο όνειρο που τόσο έχει ανάγκη.



Exit mobile version