Την αγάπη τη δικαιούνται όσοι ρισκάρουν γι’αυτή.



Χαμογέλα... κι όλα μπορούν να συμβούν!
Γράφει η Μπάρμπυ Κορμαρή
Περπατάει με βήματα αργά. Τα χέρια στις τσέπες και οι ώμοι σκυφτοί, σα να κουβαλάει το βάρος όλης της γης πάνω τους. Το βλέμμα χαμηλωμένο, να μετράει τις πλάκες του πεζοδρομίου. Κάθε πλάκα κι ένα βήμα, ένα ακόμα βήμα μακριά της.
Πάλι ο δρόμος του τον έφερε στη γειτονιά της. Σκέφτηκε να πάει ως το σπίτι της και να καθίσει στο απέναντι παγκάκι, μα δεν τόλμησε. Μονάχα πέρασε στα γρήγορα απ΄ έξω σαν τον κλέφτη και απομακρύνθηκε, μην τυχόν και τη συναντήσει τυχαία. Κι ας καίγεται για να την ξαναδεί…
Ακόμα θυμάται το βλέμμα της όταν της είπε πως χωρίζουνε. Δεν έκλαψε, δε φώναξε, δεν έκανε σκηνή. Τον κοίταξε μονάχα μ’ εκείνα τα πελώρια μάτια της και τον ρώτησε σιγανά γιατί. Απάντηση δεν πήρε, μα δεν επέμεινε. Το μόνο που είπε είναι ότι αν φύγει δεν υπάρχει γυρισμός. Αν είναι σίγουρος πως αυτό θέλει, δε θα τον εμποδίσει. Μα πισωγυρίσματα δε δέχεται.
Του το έκανε εύκολο το φευγιό του. Κι εκείνος βιάστηκε να κλείσει την πόρτα πίσω του. Δεν ήθελε να μείνει άλλο μαζί της. Όχι πως δεν του άρεσε, μόνο που είχε αρχίσει να δένεται μαζί της και δεν ήταν έτσι μαθημένος. Εκείνος είχε μάθει απλά να περνάει καλά, για τόσο όσο… Χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς ενοχές. Όμως μαζί της έμεινε λιγάκι παραπάνω. Κι όταν το συνειδητοποίησε τρόμαξε. Τον φόβισαν τα αισθήματα που του προκάλεσε, τον φόβισαν τα αισθήματα που της προκάλεσε εκείνος. Βιάστηκε να φύγει. Να την απομακρύνει από κοντά του. Δεν ήξερε ότι την κουβαλούσε ήδη μέσα του. Το χαμόγελό της δεν φεύγει στιγμή από το μυαλό του και το βλέμμα της, αυτό το γαμημένο βλέμμα της έχει στοιχειώσει τα όνειρά του.
Προσπάθησε πολύ να την ξεχάσει. Μάταια… Την έβλεπε συνέχεια μπροστά του. Ήταν εκεί, σε κάθε τσιγάρο που άναβε, σε κάθε ποτό που έπινε τα βράδια στα μπαράκια, σε κάθε γυναίκα που αντίκριζε.
Πόσο ηλίθιος φάνηκε, αλήθεια! Έδιωξε από τη ζωή του τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε αληθινά. Γιατί τώρα πια το ξέρει πως ό,τι ένιωσε ήταν κάτι παραπάνω από ενθουσιασμός και καύλα. Αυτή η γυναίκα ήταν ο έρωτάς του, η αγάπη του, η ηρεμία του. Ήταν εκείνη που τον καταλάβαινε χωρίς καν να της μιλήσει. Εκείνη που του χάρισε απλόχερα τον εαυτό της, χωρίς να ζητήσει ανταλλάγματα. Εκείνη που κατάλαβε τις σιωπές του, τα νεύρα του, την κυκλοθυμική του διάθεση και πάντα με ένα της χαμόγελο τον ηρεμούσε. Ήταν εκείνη η μία, που δεν πίστευε ότι υπάρχει, κι όμως την είχε στα χέρια του.
Πόσο μαλάκας ήταν τελικά! Πόσο δειλός φάνηκε! Φοβήθηκε τη δέσμευση και προτίμησε την ελευθερία του. Μόνο που τώρα κάθε άλλο παρά ελεύθερος νιώθει. Γιατί είναι δέσμιος της ανάμνησής της. Του λείπει το χαμόγελό της, που φώτιζε τον κόσμο του. Του λείπει η αγκαλιά της, που τον γαλήνευε. Του λείπει το άγγιγμά της, που ξεσήκωνε θύελλα μέσα του. Του λείπει εκείνη. Κι η απουσία της πονάει.
Με βήματα αργά απομακρύνεται από τη γειτονιά της. Πάλι δε βρήκε το θάρρος να πάει να τη συναντήσει, να της πει πόσο μετάνιωσε, να της ζητήσει να γυρίσει. Πάλι δείλιασε. Ένας λυγμός σκάλωσε στο λαιμό του. Σκοτάδι γύρω του, σκοτάδι και μέσα του. Σιωπή. Κι όλα εκείνα τα ανείπωτα τον πνίγουν. Όλα τα «σ’ αγαπώ» που ποτέ δεν της είπε, όλα τα «μου λείπεις» που τον καίνε, όλα τα «γύρνα» που θέλει να της φωνάξει. Τόσα συναισθήματα εγκλωβισμένα σ’ έναν ηλίθιο εγωισμό.
Μια απόφαση τον χωρίζει από την ευτυχία. Ένα μήνυμα. Μία συγγνώμη. Ένα σ’ αγαπώ.
Μα δεν τολμάει…και η αγάπη είναι μόνο για όσους τολμούν να τη ζήσουν!
Related
