Να με κρατάς σφιχτά, όταν με γδύνεις απ’ τις άμυνές μου!

Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου 

Είναι και κάποιοι άνθρωποι, φρούρια. Φρούρια, απόρθητα σχεδόν… Ντυμένοι στα σοβαρά κοστούμια τους, με αόρατα όπλα και διάφανες ασπίδες στα χέρια. Μόνιμα μάχιμοι, μόνιμα ετοιμοπόλεμοι, μόνιμα σε άμυνα.
Δεν μπορείς να τους αγγίξεις. Δεν μπορείς να τους νιώσεις.

Κρατούν τους γύρω τους σε μια απόσταση που είναι αδύνατον να τους μάθεις αληθινά, να τους γνωρίσεις βαθιά, να τους αισθανθείς πραγματικά. Αν τους πλησιάσεις, μαζεύονται θαρρείς και βγάζουν όλες τους τις άμυνες μπροστά τους, όλα τους τα όπλα σ’ ετοιμότητα κι όσο πιο κοντά τους φτάνεις, τόσο καταλαβαίνεις πως είναι φόβος αυτός μέσα στα μάτια τους κι όχι θυμός.

Φόβος για το πόσο θα τους πονέσεις, πόσο θα τους πληγώσεις, πόσο καρδιά θα τους κλέψεις…

Άνθρωποι πληγωμένοι, διαλυμένοι σχεδόν. Άνθρωποι που πέρασαν μονοπάτια δύσβατα, που έχασαν το δρόμο τους σε πυκνά σκοτάδια και που χτυπήθηκαν από ατέλειωτες καταιγίδες. Άνθρωποι που φοβούνται πως αν τους αγγίξεις θα ματώσουν πάλι, γιατί η ψυχή τους είναι γεμάτη πληγές…

Δεν ήταν εύκολο κι απλό για μένα να σ’ αφήσω να με πλησιάσεις τόσο. Δεν ήταν εύκολο κι απλό να σ’ αφήσω να κοιτάξεις βαθιά μέσα στα μάτια μου, να δεις όλο τον πόνο, όλη την αγωνία, όλο τον φόβο μου.

Δεν ήταν εύκολο κι απλό να σ’ αφήσω να κοιτάξεις βαθιά στην ψυχή μου. Φοβάμαι ψυχή μου, φοβάμαι ακόμη…

Να μ’ αγγίζεις απαλά, γιατί πονάει παντού. Να την προσέχεις και να την φροντίζεις αυτή την καρδιά που απίθωσα στα χέρια σου. Να χαμογελάς ζεστά κι αληθινά, όταν με κοιτάς στα μάτια. Να με κρατάς πιο σφιχτά, όταν με γδύνεις απ’ τις άμυνές μου…

Exit mobile version