Μέχρι που εκείνος, δεν άντεξε πια..

November 6, 2022
2 Mins Read
25 Views

Γράφει η Καμπέρου Άντζελα 

Δυο μέρες συνεχόμενα τσακωνόντουσαν. Φωνές, βρισιές, ένταση, τους άκουγε όλη η γειτονιά. Πρόφαση και αιτία καμία, απλώς τσακωνόντουσαν.
Οι δυο τους δεν ταίριαζαν πουθενά, άσπρο έλεγε εκείνος και εκείνη βροντοφώναζε το μαύρο, όλα και πάντα στα κόκκινα κι ας μην άρεσε σε κανέναν από τους δύο αυτό το χρώμα.
Ερωτεύτηκαν παράφορα, κοιτάχτηκαν και δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη στο μυαλό τους. Έρωτας κεραυνοβόλος, από εκείνους που χαζεύει κανείς στις ερωτικές κομεντί και τους ζηλεύει.
Οι πρώτοι μήνες κύλησαν μες την ευτυχία, τον έρωτα, το φλογερό και παθιασμένο σεξ.
Και έπειτα, μουγκαμάρα. Μια σιωπή εκκωφαντική, από εκείνες που δεν μπορείς να αγνοήσεις, μα εκείνοι το προσπάθησαν. Πάλεψαν να την προσπεράσουν, να μην της δώσουν σημασία. Προσπάθησαν να επανέλθουν σε εκείνους τους πρώτους μήνες που τα παπλώματα και τα πατώματα έπαιρναν φωτιά, μα μάταια.
Ήταν τόσα εκείνα που τους χώριζαν που έσβηναν όσα τους ένωναν.
Εκείνος αβάσταχτα ρομαντικός, από τους ανθρώπους που χόρευε κάτω από την βροχή, που έστηνε κεριά σε όλο το δωμάτιο και την περίμενε με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι.
Και εκείνη, εκείνη ήταν ωμή, είχε περάσει πολλά, είχε φάει πολλές σφαλιάρες και δεν εμπιστευόταν αυτές τις μεγάλες ρομαντικές κινήσεις, την τρόμαζαν ανεπανόρθωτα.
Ώσπου οι διαφορές τους, έγιναν τόσο μεγάλες που κανείς πια δεν άντεχε.
Σιχαινόταν ο ένας τον άλλον κι ας αγαπιόντουσαν όσο δεν είχαν αγαπήσει στη ζωή τους.
Τα πάντα τους φώναζαν να το λήξουν, να χωρίσουν, να τραβήξουν δρόμους χωριστούς.
Κι εκείνοι σε πείσμα όλων παρέμεναν και άντεχαν.
Μέχρι σήμερα.
Σήμερα για εκείνον ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Επέτειος. 10 μήνες.
Μαύρη επέτειος.
Είχε ετοιμάσει τα πάντα και την περίμενε ανυπόμονος.
Εκείνη μπήκε στο σπίτι, ούτε που τον κοίταξε. Ούτε που κοίταξε τον χώρο γύρω της, που με μανία είχε προετοιμάσει εκείνος.
Πέταξε τσάντα και παπούτσια, έπεσε με δύναμη στον καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση.
Την κοίταξε έξαλλος, τα μάγουλά του είχαν γίνει κατακόκκινα και τότε απλά άρχισε να φωνάζει.
Τσακωνόντουσαν τουλάχιστον ένα τετράωρο.
Έκαναν ένα διάλειμμα να ενώσουν τις σταγόνες από τον ιδρώτα τους πάνω στα μαύρα του σεντόνια και έπειτα συνέχισαν.
Συνέχισαν μέχρις ότου εκείνος δεν άντεξε πια.
Με δακρυσμένα μάτια την έπιασε από το πρόσωπο, της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη και της ψιθύρισε, “για το καλό σου, μείνε μακριά. Σε παρακαλώ”. Έπειτα την άφησε και κλείστηκε στο δωμάτιο του.
Την επόμενη μέρα ξύπνησε και όλα της τα πράγματα έλειπαν.
Εκείνος, έμεινε να κοιτάει την άδεια μεριά στο κρεβάτι του και τα κλειδιά της που είχαν μείνει μέσα στο μπολ δίπλα στην πόρτα.
Ο κύκλος έκλεισε, μα εκείνος δεν έχει ιδέα πως να συνεχίσει.

Exit mobile version