Μέσα από εσένα, έμαθα να αγαπώ και να συγχωρώ..

December 5, 2019
2 Mins Read
36 Views

Γράφει η Άντζελα Καμπέρου

Κάπου κάπου σε θυμάμαι, κάπου κάπου με ξεχνάς και κάπως έτσι συνεχίζεται η ζωή.

Ξέρεις νιώθουμε πολλές φορές παραπάνω από αυτά που μπορεί η ψυχή να αντέξει. Την φορτώνουμε με κάθε λογής συναισθήματα και την αφήνουμε άξια της δικής μας μοίρας να τα διαχειριστεί. Καθόμαστε σε μια γωνία και χωρίς δισταγμό την φορτώνουμε. Της προσθέτουμε όλο και περισσότερα βάρη, μέχρι που κάποια στιγμή η δύστυχη δεν μπορεί να αντέξει άλλο και αρχίζει και ραγίζει. Χάνει τρίμματα στην αρχή, μικρά και ανεπαίσθητα. Ξεκινάνε απο μια μικρή ρωγμή η οποία συνεχίζει να ανοίγει και να μακραίνει σε κάθε πρόσθετο βάρος. Και τότε αρχίζουν να πέφτουν κομμάτια πιο μεγάλα αυτή τη φορά. Πιο σημαντικά, που πονάνε περισσότερο.

Έτσι φόρτωσα και εγώ την δική μου ψυχή, πολλά χρόνια τώρα. Την φόρτωνα με τύψεις και στεναχώρια. Της φύτευα καυτά δάκρυα απο τα μάτια μου κατευθείαν πάνω της. Και προσπαθούσα να σβήσω την δίψα της για λύτρωση με θυμό. Έναν θυμό που σε κάθε σου κουβέντα μεγάλωνε. Και εγώ νόμιζα πως έτσι σβήνω τον πόνο μου. Πως έτσι καταλαγιάζω την θλίψη μου. Μα αυτός ο θυμός, ήταν η βενζίνη που πότιζε την ψυχή μου μέχρι να υπάρξει έστω και μια μικρή σπίθα για να τα κάνει όλα κομμάτια.

Κάθε μέρα. Κάθε μέρα και από λίγο εγώ έλουζα με βενζίνη την άσβεστη στεναχώρια μου, την πότιζα και αντί να την συρρικνώνω την μεγάλωνα, την γιγάντωνα.

Ώσπου κάποια στιγμή την έκανα τόσο μεγάλη που άρχιζε να σκίζει τα τοιχώματα του δέρματός μου. Άρχισε να ξεχειλίζει από μέσα μου σαν αγριεμένο ποτάμι και να παρασύρει στον διάβα της τα πάντα.

Πήρε και σήκωσε πολύ κόσμο τούτη η στεναχώρια, τούτος ο θυμός. Πήρε και σήκωσε κόσμο που με είχε αδικήσει, που με είχε πικράνει, που στα δύσκολα με είχε παρατήσει να τα βγάλω μόνη πέρα. Πήρε και σήκωσε κόσμο αχάριστο, κόσμο που πήρε τα πάντα από εμένα δίχως να γυρίσει πίσω ούτε ένα ευχαριστώ.

Και όταν πια καταλάγιασε, όταν ηρέμησε η φούρια της και έπαψε λίγο η φουρτούνα, τότε μόνο μπόρεσα να νιώσω γαλήνη μέσα μου.

Τώρα πλέον, μετά από τούτη την ξαφνική μπόρα, σε θυμάμαι κάπου κάπου, εσένα. Εσένα που με αδίκησες, εσένα που δεν νοιάστηκες. Εσένα άνθρωπε που πήρες ό,τι μπορούσες και άνοιξες την πόρτα και έφυγες δίχως ούτε ένα χαμόγελο. Εσένα που ποδοπάτησες τα πάντα και δεν είχες καν την ευγένεια να σκύψεις το κεφάλι, να κοκκινίσουν ελάχιστα τα μάγουλά σου.

Μα καλή καρδιά άνθρωπε. Γιατί μέσα από εσένα εγώ έμαθα. Έμαθα να είμαι ευγνώμων για τους σωστούς και ντόμπρους που έχω δίπλα μου. Έμαθα να συγχωρώ και να ευχαριστώ τους ανθρώπους. Έμαθα να μην αφήνω πια να βαραίνει τίποτα την ψυχή μου και ό,τι με φθείρει απλά να το διώχνω μακριά μου.

Χάρη σε εσένα έμαθα πως τα πάντα περνούν και πως με κάποιο μαγικό τρόπο η ψυχή μπορεί και γιατρεύει τις πληγές της μόνη της. Και κάπως έτσι, πλέον έχω μια ψυχή γεμάτη ουλές και επιδέσμους, μα είναι λίγο πιο μεγάλη, πιο ευέλικτη και για αυτό σε ευχαριστώ!

Exit mobile version