Κι αν ξέχασα εσένα, δεν κατάφερα να ξεχάσω το άγγιγμά σου..

Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης.

Σε άκουσα να μιλάς για το τέλος με τις πιο λιτές λέξεις.
Τις διάλεξες μια μια προσεκτικά, μην τυχόν και προδώσεις εκείνα που δεν θες κανείς να ξέρει για σένα.
Κανένα συναίσθημα. Καμία ένταση στην φωνή. Καμία χαραμάδα να μπει η ελπίδα.
Κι εγώ μένω σε μια πόλη που σε φωνάζει εδώ και μήνες.
Εκεί που παίζαμε κρυφτό στο κάστρο και σε μέρη απομονωμένα από την βουή του κόσμου.

Σε ψάχνω ανάμεσα στον κόσμο και προσπαθώ να διακρίνω το ηχόχρωμα της φωνής σου.
Αναζητώ την μυρωδιά σου και με παραπλανούν περαστικά αερικά, που κανένα δεν σου μοιάζει.
Σε αντικαθιστώ σε βλέμματα, σώματα, αγγίγματα.
Σε ξορκίζω.
Στο υποσχέθηκα άλλωστε κλείνοντας.
“Σε λίγο δεν θα σε θυμάμαι καν”
Και τα κατάφερα!
Με πολύ αλκοόλ και λίγες λέξεις, κατάφερα να σε ξεχάσω.

Δεν κατάφερα όμως να ξεχάσω το γέλιο σου.
Το σπάνιο γέλιο σου. Αυτό που λίγοι έχουν δει.
Δεν κατάφερα να ξεχάσω το άγγιγμά σου.
Αυτό το ζεστό άγγιγμα.
Σε ξέχασα, αλλά δεν ξέχασα το πώς ήμουν εγώ στην αγκαλιά σου.
Το πώς ήμουν εγώ απέναντί σου.
Το πώς ήμουν εγώ όταν ήσουν ο λόγος που ξεκίναγα να καταπίνω τα χιλιόμετρα.

Σε ξέχασα.
Σε διέγραψα.
Σε ζητάω.
Τα μάτια σου, έστω και τυχαία να συναντηθούν με τα δικά μου.
Η φωνή σου να μου πει άλλη μια φορά «βόλτα θα με πας;»
Έλα να πάμε μια βόλτα κι ας μην πούμε άλλη λέξη.
Έλα όμως..

Exit mobile version