Η ζωή αξίζει, για τους ανθρώπους που έμειναν όταν δεν το είχες υπολογίσει..

Γράφει η Περσεφόνη Χρυσαφίδου

Συνήθιζα να μειώνω τον εαυτό μου, μέχρι να νιώσω πως πνίγομαι σ’ έναν κόσμο που φαντάζει τόσο μεγάλος για εμένα, συρρικνώνοντας κάθε ενθουσιώδες κομμάτι της ύπαρξής μου, καταστέλλοντας κάθε λάμψη της προσωπικότητάς μου. Αδύναμη κι εύθραυστη, όπως ακριβώς το γυαλί, όταν βρίσκεται στα πρόθυρα της ρωγμής και γίνεται θρύψαλα μ’ ένα απαλό και μόνο κράτημα.

Συνήθισα να νιώθω μικρή, ασήμαντη, σαν κάποια χωρίς ταυτότητα, μόνο επειδή έπλασα μονάχη έτσι το προφίλ μου. Ενθάρρυνα τον εαυτό μου να γεμίσει κουτάκια, χωρίς όμως να περισσεύει από αυτά. Όλα μελετημένα και τόσο προσχεδιασμένα σε μία προσπάθεια αυταπάρνησης και προσωπικής ταπείνωσης. Προσπάθησα να μείνω σιωπηλή απέναντι στην αδικία, δειλή κι αδύναμη ενώπιον της γενναιότητας, ασήμαντη εν όψει της σημαντικότητας και της αξίας. Προσπάθησα, ώστε ποτέ να μην είμαι “πάρα πολύ” κι έτσι παρέμεινα πολύ λίγη, αρκετή για τα στενά όρια του κόσμου, ένα ολόκληρο “καθόλου” για εμένα την ίδια.

Κι έτσι έρχεται μια νέα χρονιά, που φωνάζω πως τέλειωσα.

Έχω τελειώσει με οτιδήποτε με κάνει να διατηρώ κάτι που ποτέ δεν υπήρξα. Τελείωσα με το να προσπαθώ να τρέξω μακριά από εκείνα που η ψυχή μου αναζητά με πάθος και με κρατούν ξάγρυπνη τα βράδια. Τελείωσα με το να καταπίνω κάθε αδικία, που ξεδιάντροπα ξεδιπλώνεται μπροστά μου και μου σερβίρεται στο πιάτο σαν πρώτης τάξεως κίνηση. Τελείωσα με ανθρώπους, που δεν το λέει η ψυχή τους, μα μήτε και το στόμα τους, αφού γίνανε φειδωλοί στο να μοιράζονται συναισθήματα, σκέψεις και αγκαλιές.

Έχω τελειώσει με το να παραμένω σιωπηλή, για να μην οδηγηθώ συρόμενη στα λαϊκά δικαστήρια, όπου σηκωμένοι δείκτες χεριών θα καταδεικνύουν τη νωχελικότητά μου σε όλα. Τελείωσα με το να φοβάμαι να ακουστεί η φωνή μου και με το να αποκρύπτω τον εαυτό μου σε μία αύρα γενικότητας, καταβάλλοντας την ίδια στιγμή τεράστια προσπάθεια να ανέβω λίγο πιο πάνω. Τα έχω βρει με τις αλήθειες μου και θα αρνούμαι πάντα να μιλήσω κάτω από οποιαδήποτε καταπίεση, κρύβοντας τον εαυτό μου πίσω από αναγκαστικά χαμόγελα, μέχρι να σπάσω κάτω από το δυνατό, ξέφρενο βάρος του κόσμου.

Θα πάρω πίσω την αυτοπεποίθησή μου, επιτρέποντας στα αληθινά συναισθήματά μου να κατακλύζονται από την ψυχή μου. Βλέπεις, έχω τελειώσει με καθετί λιγότερο απ’ ό,τι μου αξίζει. Βαρέθηκα να μοιράζομαι τις στιγμές μου με ανθρώπους που σπαταλούν εδώ κι εκεί κάθε σπάνιο και ξεχωριστό κομμάτι μου, που προορίζονταν μόνο για εκείνους. Έχω βάλει τέλος στο να ζω, για να ευχαριστήσω τους άλλους, την ίδια στιγμή που επιτρέπω στο “είναι” μου να αιμορραγεί, καθώς ο κόσμος αδιάκριτα και απροσδόκητα μου κλέβει ό,τι αρνούμαι να του δώσω. Έχω τελειώσει με το να πιστεύω στην ασημαντότητά μου, που καθημερινά με διαβεβαίωνε πως δεν είχα τίποτε άλλο να δώσω, απομονώνοντας ουσιαστικά τον εαυτό μου από την ευκαιρία να εκπληρώσω τα πιο τρελά μου όνειρα.

Θα επιτρέψω στον εαυτό μου να γεμίσει από αγάπη, απλά και μόνο επειδή πιστεύω πως αυτή είναι η κινητήριος δύναμη για όλα όσα έχουμε επιτύχει και για εκείνα που συνεχίζουμε να προσπαθούμε. Θα βγω από τις σκιές και θα συνεχίσω να βλέπω τη ζωή με την ίδια αθωότητα και τον τρελό ρομαντισμό μου, αποφεύγοντας κάθε είδους προσδοκία που με κάνει να πιστεύω πως η ζωή αξίζει, όταν όλα γίνονται όπως τα έχεις σχεδιάσει.

Η ζωή κυρίως αξίζει για όλα εκείνα που συνέβησαν απροσδόκητα, για τους ανθρώπους που έμειναν χωρίς να τους έχεις υπολογίσει, για τις φιλίες, που επιμένουν, για τους έρωτες που σε ανατριχιάζουν, για την αγάπη που σε ισορροπεί και για την οικειότητα που ανθίζει σε μέρη που δεν έσπειρες.

Exit mobile version