Αφού εσύ το αποφάσισες το τέλος, γιατί γυρνάς;

September 4, 2021
2 Mins Read
27 Views

Γράφει η Κορίνα Παπαδοπούλου

Πονάς, πονάς τόσο πολύ. Με τα βίας κάνεις ένα βήμα, ανοίγεις τα μάτια σου, αναπνέεις. Όλα γίνονται ακουσία. Δεν έχεις κανέναν έλεγχο στο κορμί σου. Τα δάκρυα κυλούν από μόνα τους, δίχως να μπορείς να τα σταματήσεις.

Ο καιρός περνά και όλα αρχίζουν να γίνονται λιγάκι πιο εύκολα. Τα δάκρυα στεγνώνουν, η καθημερινότητα κυλά και σε εκείνο το σημείο πιστεύεις πως όλα θα φτιάξουν. Τίποτα δεν φτιάχνει όμως. Την πόρτα της καρδιάς σου την έχεις αφήσει ανοιχτή, δεν άλλαξες κλειδαριές κι εκείνος, ο ένας έχει ακόμη το κλειδί.

Όλοι σε βλέπουν χαρούμενη, ευτυχισμένη, το γελαστό γεμάτο ζωή κορίτσι. Η ψύχη της παρέας. Μα τελικά τι ξέρει η παρέα για τη ψυχή σου; Τίποτα.

Σαββάτο βράδυ. Έχεις βάλει τα καλά σου και περιμένεις. Κοιτάζεις τριγύρω μήπως και τα μάτια ανταμώσουν.
Λίγος ακόμη καιρός περνά και το πρώτο αληθινό χαμόγελο κάνει την εμφάνιση του. Και τότε ακούς τα κλειδιά στην πόρτα της καρδιά σου. Είναι εκείνος, ο ένας. Τα χάνεις. Θέλεις να χαρείς, να κλάψεις, να φοβηθείς. Δεν ξέρεις πως πρέπει να αντιδράσεις . Μπαίνει μέσα με παπούτσια λερωμένα με λάσπη, μάλλον γιατί έξω στον κόσμο σου βρέχει και είναι γκρίζος ο ουρανός.

Τον κοιτάζεις μα δεν μπορείς να το πιστέψεις. Μετά από τόσο καιρό, μετά από έναν χρόνο είναι πάλι εδώ. Θέλεις να ρωτήσεις, να μάθεις, τι θέλει τώρα, τι ζητά, γιατί γύρισε, να τον πάρεις αγκαλιά, να τον κοιτάξεις στα μάτια. Μα σου ζητά να δέσεις τα μάτια σου, να του δώσεις το χέρι και να τον εμπιστευτείς. Και το κάνεις. Το κάνεις ξέροντας την κατάληξη, μα αυτό δεν σε εμποδίζει.

Φοβάσαι τόσο γαμημένα πολύ. Δεν ξέρεις που πατάς, δεν έχεις ιδέα προς τα που σε πηγαίνει. Προσπαθείς να αφεθείς όσο κι αν θέλεις να έχεις πάντα τον έλεγχο.

Βγάζεις το μαντήλι από τα μάτια και βλέπεις τον γκρεμό να απλώνεται μπροστά σου. Η θέα μαγική, το τοπίο ονειρικό ως εκεί που φτάνει το μάτι σου. Γυρίζεις να τον ρωτήσεις ‘’γιατί εδώ;’’. Και τότε μια μονάχα κίνηση σε σπρώχνει. Δεν αντιδράς, ήθελες πάντα να κάνεις ελεύθερη πτώση.

Τώρα πετάς, άνοιξε τα φτερά σου και πάνε μακριά. Το έκανε ξανά. Δεν το περίμενες; Αφού το ήξερες. Το σώμα σου είναι πλέον στο έδαφος, μα η ψυχή πετά ψηλά. Τον βλέπεις εκεί πάνω να χαμογέλα. Ίσως αυτό να ήθελε τελικά.
Πέτα ψυχή μου τώρα, πέτα μακριά από τον πόνο, το σκοτάδι και την μοναξιά. Πέτα.

Exit mobile version