Εσύ έλεγες πως μ’αγαπάς, κι εγώ έκανα πως σε πίστευα.

December 28, 2018
2 Mins Read
26 Views

Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.

Εσύ έλεγες πως μ’αγαπάς, κι εγώ έκανα πως σε πίστευα.
Πίστεψα σε μας κι ας γνώριζα ότι στην πρώτη δυσκολία θα λακίσεις.
Ήταν τόση η ανάγκη μου να πιστέψω που μετέτρεψα το ψέμα σε αλήθεια.
Κι εκείνο το κοριτσάκι πού είναι πού χάθηκε;
Κοιτάς τον καθρέπτη και ανακαλύπτεις, ότι δεν ξέρεις πια το είδωλο που βλέπεις.
Δεν το αναγνωρίζεις.

Ποια είναι αυτή απέναντί σου;
Ποια είσαι εσύ απέναντί της;
Θύμασαι ή ξέχασες;
Θυμάσαι το χαμόγελό της, την ενέργειά της, την αγάπη της για όλα, το πάθος της;
Θυμάσαι;
Πού την έκρυψες; Πού την χάραξες;
Πώς να σε συγχωρέσω γι’αυτό που της έκανες;
Πώς επέτρεψες να της το κάνουν αυτό;
Ήξερες ότι είναι περήφανη και ανεξάρτητη, γιατί την άφησες να χαθεί μέσα στην ασφάλεια, στην προχειρότητα της ζωής που δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει;

Ποιος σου είπε εσένα άραγε, ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν;
Τι νόμισες δηλαδή, ότι είναι πάντα καλοί;
Πάρ’τους απ’τα χέρια την μπουκιά που τρώνε και κει θα δεις αλλαγή.
Δεν αρέσει σε όλους η ειλικρίνεια.
Προτιμούν να ζουν μέσα στα ψέματά τους.
Φαντασία του φαντασμένου που φαντάζεται.

Πώς να σε συγχωρέσω εαυτέ μου;
Θα το κάνεις ηλίθια, όπως έκανες και τόσα άλλα.
Και κοίτα από δω και πέρα δεν θέλω κλάματα, ούτε μιζέριες.
Προχώρα και κάπου στην διαδρομή, θα με συναντήσεις και πάλι.
Θα με αναγνωρίσεις μέσα στο πλήθος, θα φοράω το αγαπημένο σου φόρεμα, εκείνο το κόκκινο, θυμάσαι;

Θυμάμαι!
Γιατί εγώ θυμάμαι όλα όσα εσύ ξέχασες.
Θυμάμαι όλες τις φορές που έκανες πως μ’αγαπάς.
Κι εσύ με άφησες, αλλά το χειρότερο είναι ότι άφησα εγώ τον εαυτό μου.
Γιατί δύο φορές πεθαίνεις.
Μία όταν σε θάβουν και μία όταν σε ξεχνούν.

Exit mobile version