Δεν ήσουν μωρε γι’αυτον τον κόσμο… καλά ταξίδια..

January 2, 2019
2 Mins Read
49 Views

Έκπτωτος Άγγελος ησουνα που ξεχάστηκες εδώ κάτω.
Ένα άλογο κουτσό που κανεις δεν πόνταρε πάνω σου τα λεφτά του. Τι να περιμένει κανεις από το γέννημα μια μάνας αιώνια μεθυσμένη κι ένος πατέρα χαμένου.
Μια ψυχή σημαδεμένη από γεννησιμιού της που κανεις δεν λογάριασε «σοβαρά». Όχι δεν ήσουν ο τρελός του χωριού, γιατί τα είχες 400 αλλά δεν ήσουν η πρώτη επιλογή κανενός. Ούτε η δίκη μου.
Κι όμως ρε φίλε, ήσουν η πιο αγνή, η πιο αληθινή ψυχή που γνώρισα. Η πιο τρυφερή μνήμη της παιδικής μου ηλικίας..
Εκεί που υπήρχαν γέλια αληθινά και φλερτάκια που κοκκίνιζαν τα μάγουλα..
Αιώνια ερωτευμένος με την ξαδέρφη μου, σε βρίσκαμε πάντα κάπου πίσω μας..
Μισουσες τις Παρασκευές που ερχόταν ο πατέρας μου στο χωριό γιατί τον φοβοσουνα και δεν πλησίαζες.. κι όσο πέρναγαν τα χρόνια αυτή η φωνή σου μπροστά από το σπίτι της γιαγιάς μου.. η γελαστή φωνή σου που δεν μας έκανε ποτέ να αναρωτηθούμε αν είσαι καλά, αν δεν είσαι, αν σε έχει σπάσει πάλι στο ξύλο εκεινος, αν ειχες τα απαραίτητα ή ζέστη, αν κάτι… «Ε θειά, θες τίποτα;»
Πέρασαν χρόνια που δεν μιλήσαμε. Μάθαινα.. κάτι με την καρδιά σου είπαν.. δεν θα αντέξεις είπαν.. αλλά πέρασαν τόσα χρόνια που το διέγραψα.
Κι όταν κατέβαινα, πάντα αυτή η αγκαλιά. Σαν να στη χρωστούσα επειδή παιδί δεν σε άφηνα να με πλησιάσεις πολύ.. μη και με κολλήσεις ψείρες και χρειαστεί να μου κόψουν τα μαλλιά.
Στις χρωσταγα αυτές τις αγκαλιές.. και τώρα πια μέσα στους τόσους «σοβαρούς» σε μέτραγα περισσότερο.
Κι εκείνο το ξημέρωμα που έχασα τη μάνα μου..
Τρεις τα ξημερώματα, μου ζήτησες να στη φιλήσω και να της πω καλό ταξίδι.. και ποσο την αγαπούσες. «Μεγάλωσα μαζί τους, εσυ δεν ξέρεις τι έκαναν για μένα».. Όχι μωρε φίλε, κι ούτε κι έμαθα!
Κι όταν έφτασα το Μάιο στο χωριό, μόνο εσυ καταλαβες τι ήρθα να κάνω. «Τη μάνα σου δεν θα τη βρεις στα νεκροταφεία. Ελα, πάμε» κι εκεί, στην άκρη του ποταμού λίγο πριν ξημερώσουν τα γενέθλια μου, δυο μπυρες καθισμένοι καταχαμα και πέντε κουβέντες και τα είχαμε πει όλα..
Και τώρα; Τώρα που πας εσυ να βρεις τη μάνα μου και τον πατέρα μου κι εγώ γιατί δεν μπορώ να στεναχωρηθώ για σένα;
Παράξενο, γαμημενο συναίσθημα, που προσπαθώ από το πρωί να καταλαβω. Γιατί δεν κλαιω, γιατί δεν στεναχωριέμαι, γιατί;; 42 χρόνων.. γιατί δεν βγαίνει ένα δάκρυ; Ακόμα και τα συλλυπητήρια που σου έγραψα στον τοίχο σου ψεύτικα είναι. Δεν θέλω να πω συλλυπητήρια..
Άργησες πολύ να φύγεις αλητάκο..
Δεν ήσουν μωρε γι’αυτον τον κόσμο. Δεν ήταν εδώ το γραφτό σου. Από λάθος βρέθηκες.. ένας Άγγελος που έχασε το δρόμο του.
Ήταν πολύ μικρή αυτή η ζωή για μια ψυχή τόσο μεγάλη..
Άντε ταξίδεψε φιλε μου τώρα.. πάρε πάλι το τιμόνι του καραβιού σου και άνοιξε πανιά για άλλες θάλασσες. Καθαρές. Κρυστάλλινες. Σαν κι εσένα..

Μ.Π

Exit mobile version