Γράφει η Δήμητρα Αποστολοπούλου.
Πόσες φορές έπαιξες με την φλόγα και κάηκες;
Πήδηξες με φόρα μέσα της και όσο καιγόταν το πετσί σου τόσο σαν κάτι να σε τράβαγε να μείνεις εκεί μέσα για πάντα.
Σαν μια αόρατη δύναμη να κάρφωνε τα πόδια σου για να μείνεις εκεί.
Και να καίγεσαι.
Να καίγεσαι τόσο πολύ που η καρδιά σου να γίνεται ολοένα πιο κόκκινη από την θέρμη.
Τι και αν διαλύεται το έξω σου.
Καταλαβαίνεις τι εννοώ;
Αυτή την φορά σα να γίνεται ανάποδα σε εμένα.
Καίγεται το μέσα μου και έξω μοιάζω άφθαρτη.
Οι φλόγες με έχουν κυριεύσει και κάτι μου έχει καρφώσει το βλέμμα σε αυτή την πυρκαγιά.
Τα πόδια μου είναι ελεύθερα.
Πάω όπου θέλω.
Τρέχω.
Φεύγω.
Μα κουβαλάω αυτή την φωτιά μέσα μου.
Και η καρδιά γίνεται όλο και πιο κόκκινη.
Όλο και πιο ζωντανή.
Αλλά στην πραγματικότητα διαλύεται.
Καταστρέφεται.
Δεν ξέρω πόσο θα αντέξω.
Δεν ξέρω αν καταφέρω να την σβήσω μόνη μου.
Δεν ξέρω αν προλάβω να ζήσω μετά το πέρας της.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ζήσω μαζί της ακόμα.
Ξέρω μόνο ότι νιώθω.
Έντονα.
Έντονα ζωντανή.
Και όταν κάποια μέρα δεν με ενδιαφέρει πια, αν την σβήσω ή αν καώ, ξέρω πως τότε μόνο θα είμαι πραγματικά ελεύθερη.