Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Ήταν εκεί, από τη πρώτη μέρα που τον συνάντησα. Από τη πρώτη μέρα που κοιταχτήκαμε στα μάτια. Ήταν εκεί στα εύκολα, στα δύσκολα, στις νύχτες, στις μέρες, στα βραδιά τα αξημέρωτα που στο τέλος μας έπαιρνε ο ύπνος.
Ήταν ο στυλοβάτης μου σε κάθε σκαλί που θα ανέβαινα αλλά και σε κάθε που θα κατέβαινα. Ήταν η πόρτα που θα χτυπούσα σε περίπτωση ανάγκης. Ήταν η αλμυρά μου στα γαλάζιο της θάλασσας. Ο ήλιος μου που θα έλαμπε σε κάθε σύννεφο που θα έφερνε βροχή.
Ήταν εκεί. Βράχος ακλόνητος. Συνοδοιπόρος στα δύσβατα μονοπάτια του καιρού. Κάθε λέξη βάλσαμο στο αυτί μου. Κάθε συλλαβή συμπλήρωνε την επόμενη. Κάθε ανάσα σύμμαχος για να πάω παρακάτω. Κάθε δάκρυ που γινόταν ποτάμι έβρισκε πάντα το τρόπο να το μαζέψει και με το νερό να ποτίσει ξανά ότι είχε ξεραθεί.
Εκείνος για μένα και εγώ για εκείνον. Εκείνος για όλους και εγώ ξανά για εκείνον. Οι μέρες κοντά του γίναν χρόνια. Ο πόνος δύναμη. Η αγάπη υπερδύναμη που νικούσε τα πάντα. Οι δυο έγιναν ένα.Και το ένα ακόμη ένα. Μια στιγμή τρεις ζωές που μπλέκουν καθημερινά. Που είναι ο ένας δίπλα στον άλλο ενώνοντας τα χέρια σα μια γροθιά. Σα κουβάρι πλεγμένο καλά χωρίς ίχνος κενού. Σα παραμύθι με τη πιο γλυκιά συνέχεια. Σα σπίτι με τα πιο γερά θεμέλια. Σαν ουρανός γεμάτος αστέρια.
Δε χαλάει ποτέ η αγάπη. Λάμπει στο φως της μέρας και απλώνει τα δίχτυα της παντού, σε κάθε γωνία της γης, σε κάθε μέρος που θα βρει πρόσφορο θα βγάλει ρίζες και θα φυτρώσει, γιατί όπου μείνει θα ανθίσει, θα βασιλέψει και θα μείνει. Γιατί όπου υπάρχει τα πράγματα αλλάζουν, ομορφαίνουν και πληθαίνουν. Γιατί αυτή όλα τα μπορεί. Γιατί αυτή ξέρει όσα δε μας δίδαξαν ποτέ. Γιατί αυτή ελπίζει, πολεμά και στο τέλος νικά.