Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Κρατάω όμορφες αναμνήσεις στις χούφτες μου, που μυρίζουν έντονα γιασεμί και γλυκό βύσσινο. Το γιασεμί, μού θυμίζει κάτι από σένα. Κάθε βράδυ στα κλεφτά κόβαμε μικρά κλωνάρια απ’ την αυλή της γιαγιάς. Μόλις φτάναμε στην παρέα, τα χέρια μας, τα ρούχα μας, μύριζαν από πάνω ως κάτω. Όλοι μάς κοίταζαν χαμογελώντας. «Πάλι λουστήκατε την ίδια κολόνια;» Όσες φορές και να απαντούσαμε την αλήθεια μας, κανείς δε μπορούσε να το πιστέψει πως από ένα τόσο δα μικρό ανθό, μυρίζαμε απ’ την κορυφή ως τα νύχια! Τι να πεις… Άλλες εποχές κι άλλες παρέες.
Το βύσσινο πάλι, μού φέρνει στο μυαλό τα αρμυρά καλοκαίρια. Κάθε αργά που πέφταμε για ύπνο στο σπίτι της γιαγιάς πλάι στο κύμα, θέλαμε κάτι γλυκό για να μας φύγει τ’ αλάτι απ’ τα χείλη. Πού να μας έβλεπες… Χείλη σκασμένα, πρησμένα με γεύση θαλασσινής σκόνης. Το βάζο απ’ το γλυκό της γιαγιάς τέλειωνε το πολύ μέσα σε 2 μέρες. Ένα μεγάλο κουτάλι έκανε βουτιές μες στο σιρόπι. Η γιαγιά κοιμόταν, το πρωί είχαμε τις φωνές, αλλά τι να κάνεις. Την επόμενη μέρα, πάλι τα ίδια! Το χαμόγελο της σκανταλιάς ποτέ δε χανόταν.
Τα αρώματα αυτά τόσα χρόνια δε λένε να φύγουν. Όσο και να «στύψεις» τα χέρια, όσες πληγές και να περάσουν, μυρίζουν ακόμη το ίδιο. Έρχονται τις νύχτες και με ξυπνούν. Μου γαργαλάνε τη μύτη κάθε φορά που μένω μόνη μου πλάι στη θάλασσα, στην ίδια γειτονιά, στο ίδιο το σπίτι. Έχω την εντύπωση πως κι η θάλασσα με θυμάται. Κάθε φορά που περνάω χειμώνα ή καλοκαίρι, μου τραγουδάει απαλά στην ψυχή, ακριβώς όπως και τότε. Τι κι αν μεγάλωσα, τι κι αν άλλαξα όψη, εκείνη νιώθω πως με ξέρει καλά. Μου μιλά απευθείας στο πνεύμα. Με χαϊδεύει σαν μάνα, που ξέρει πως σε δυσκολία μπορώ να την αγκαλιάσω. Όλα τα ίδια ακριβώς όπως πριν χρόνια…