Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Τι κάνεις εδώ ηλίθια; Ξέχασες ποια ήσουν;
Ξέχασες τους αγώνες που έκανες για όλα τα αληθινά στην ζωή σου;
Ξέχασες το χαμόγελο, την αλήθεια, ποτίστηκες με ψέμα, με υποκρισία και ξέχασες ποια είσαι;
Γέμισες την ζωή σου με ψεύτικα χαμόγελα, με λόγια αέρα πατέρα και να ‘χαμε να λέγαμε.
Μα η ζωή δεν γράφεται.
Κερδίζεται, με νύχια και με δόντια, με ειλικρίνεια, σεβασμό και αγάπη.
Έσπασα και σπάζω σε χίλια μικρά κομματάκια πολλές φορές απ’ την φοβία ότι θα παραμείνω μόνη μου.
Κι όχι ότι είναι κακή η μοναξιά, αλλά εμένα δεν μου πάει, δεν μου ταιριάζει ρε αδερφέ, δεν ανήκει στα υπαρκτά μου.
Χαράχτηκα όταν αντιμετώπισα την ασπλαχνία, την απιστία και την ανευθυνότητα.
Είμαι ματωμένη, είμαι πληγωμένη, είμαι λερωμένη.
Δεν πληγώθηκε η καρδιά μου, δεν αφήνω εκεί να μείνει η ρωγμή του πόνου.
Είναι που μεγάλωσα και φοβάμαι.
Εγώ η ατρόμητη, που δεν φοβήθηκα ούτε το λιοντάρι, ούτε τον λύκο.
Το μόνο που φοβόμουνα πάντα, ήταν ο εαυτός μου.
Ο ασύμβατος, δύσκολος, υπέρμετρος εαυτός μου.
Φοβάμαι να είμαι κοντά, φοβάμαι να είμαι μακριά, φοβάμαι να μείνω, φοβάμαι να φύγω.
Προσπαθώ να σ’ αγγίξω μέσα στα σεντόνια των ονείρων μου, μέσα στους χτύπους της καρδιάς μου.
Κι εσύ χάνεσαι συνέχεια, διανύεις έναν αιώνα απ’ το μυαλό μου.
Τόσα μα τόσα θέλω να θυμάμαι και τόσα να ξεχάσω, μα στου ονείρου μου την άκρη ”σε ξαναβρίσκω”.
Εκεί ζεις και αναπνέεις, εκεί ταΐζεις την ψυχή μου μ’ ένα λουλούδι ξεχασμένο, με μια νότα που ακούει στ’ όνομά σου, με μια κραυγή που γράφει επάνω ”σ’ αγαπώ”.
Και ξέρεις κάτι;
Αγαπώ πλέον πολύ τον εαυτό μου, αλλά τον πληγώνω πολλές φορές.
Είναι που σου έχω πολλή αδυναμία.
Αλλά με πληγώνεις κάποιες φορές και ταλαντεύομαι.
Και δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, αλλά το οριστικό τέλος μερικές φορές το δίνει αυτός που νοιάστηκε πολύ.
Είναι αυτός που δεν θα φύγει μέχρι που θα τον αναγκάσεις