Γράφει η Κρυσταλλένια Γαβριηλίδου
Ασυμβίβαστη ναι, αλλά πάντα μέσα μου κάπου βαθιά χαντακωμένη είχα και την αίσθηση της αταίριαστης. Ανήκα παντού και πουθενά. Δεν ξέρω τι ήθελα, τι αποζητούσα. Δεν ξέρω αν το βρήκα ή αν θα το βρω. Ξέρω όμως ότι έμελλε να συναντηθώ με τη γραφή κάπου στα μισά του δρόμου. Εκείνη μου άπλωσε το χέρι και με αγκάλιασε. Με δέχτηκε όπως είμαι, δε χρειάστηκε να προσέχω τι θα πω ή πως θα φερθώ. Ήταν υπεραρκετό να είμαι εγώ. Οι λέξεις μου με άκουγαν. Κι εγώ τις πρόσεχα. Με συντρόφευαν, στόλιζαν κάθε μου στιγμή με συναισθήματα που νωρίτερα μου κρύβονταν. Τώρα ήταν να μη γίνει η αρχή. Χείμαρρος αυτές δεν ήθελαν άλλο να ‘ναι φυλακισμένες. Ήθελαν να ‘ναι ελεύθερες.
Δεν είναι εύκολο όμως να βάζεις τις λέξεις στο χαρτί. Δεν είναι εύκολο να μπουν στη σειρά, να ‘ναι σε κοινή θέα. Δεν είναι εύκολο να εκθέσεις ή καλύτερα να καταθέτεις κάθε φορά και ένα κομμάτι της ψυχής σου.
Γιατί αυτό είναι κάθε κείμενο, μια κατάθεση ψυχής. Πίσω από κάθε κείμενο είναι άνθρωποι και συναισθήματα και τελικά σκιαγραφείται η φιγούρα σου, δυναμική ή ευάλωτη, χαμένη σε σκέψεις και αδιέξοδα, σαν να αφήνεις να κρυφοκοιτάνε από την κλειδαρότρυπα τη ζωή σου.
Μα η μεγαλύτερη δυσκολία είναι όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με τα κείμενά σου. Όταν ξεκινάς να γράψεις και οι λέξεις έχουν άλλη άποψη, άλλα θέλω. Ποιανού λέτε να περάσει; Κάθε φορά που γράφεις έρχεσαι και σε μια μετωπική σύγκρουση άθελα και ηθελημένα. Ανοίγουν οι ασκοί του Αιόλου και ότι έκανες πως δε βλέπεις ή δεν του έδινες τη σημασία που του πρέπει, τώρα υψώνεται μπροστά σου. Σου φωνάζει. Δεν έχεις επιλογή, ακούς την αλήθεια του. Ξάφνου όλα είναι μπροστά σου, οι λέξεις καθρέφτης σου. Αντικατοπτρισμός το είδωλο σου.
Πρέπει να τα ‘χεις καλά με σένα. Αλλά θέλει να παλεύεις συνέχεια με σκοτάδια και δαίμονες. Γιατί η νύχτα είναι η πιο φλύαρη. Να μην εφησυχάζεις ποτέ. Να ακούς τις φωνές και τους ψιθύρους. Τους δικούς σου αλλά και των άλλων, για να μπορέσεις να τους δώσεις σάρκα και οστά. Να τους βγάλεις από τα παρασκήνια και να ‘ναι τώρα στο προσκήνιο. Φώτα. Σκηνή. 1, 2, 3, είστε οι πρωταγωνιστές και εμείς ήρθαμε θεατές βουβοί να παρακολουθήσουμε την παράσταση σας.
Ξέρετε, τη χαρά δύσκολα μπορείς να την εκφράσεις. Τα ωραία δύσκολα τα αγγίζεις. Δε μπορείς. Δεν τολμάς. Στα άσχημα όμως, θες παρέα. Και ποια καλύτερη από αυτή των λέξεων; Φυσάει πολύ μοναξιά αυτός ο δρόμος, το ξέρω. Μα δε γίνεται και αλλιώς. Η μοναχικότητα και η γραφή είναι φίλες.
Όταν όμως οι λέξεις τύχει και πέσουν σε μάτια που μπορούν και βλέπουν πίσω από αυτές, όταν ακουμπούν οι σκέψεις και συναντιούνται οι ψυχές, νιώθεις μια ευφορία. Ένα συναίσθημα εφάμιλλο του χειροκροτήματος, μια ηρεμία και ένα χαμόγελο. Ένα γέμισμα, που κάνει το αντίτιμο αυτής της έκθεσης να φαντάζει μηδαμινό.
Μαρτυρούν παρουσίες και απουσίες οι λέξεις, ξεθάβουν ότι καλά είχες κρύψει, και βάζουν υπογραφές. Αν τις διαβάζεις προσεκτικά, ενώνεις τα κομμάτια και κάνεις και το παζλ αυτού που είναι πίσω τους.
Και κάτι τελευταίο, αυτοί που γράφουν, όσο μοναχικοί ή περίεργοι και παράξενοι και αν είναι, είναι αληθινοί. Μπορείς να μην πιστεύεις τι λένε ή τι κάνουν, αλλά ότι γράφουν είναι η αλήθεια τους, μια αλήθεια που ακόμη και καμουφλαρισμένη εμπεριέχει τα κομμάτια της ψυχής τους.