Γράφει η Πράξια Αρέστη
Ακόμη ένα πρωινό που ξύπνησε από ένα όνειρο που δεν ήταν δικό της.
Ιδρωμένη, παραπλανημένη από έρωτα, άνοιξε τα μάτια της και όταν σε λίγα δευτερόλεπτα κατάλαβε πώς όταν όλα ίδια με χτες, με προχτές, με τα περασμένα χρόνια, ηρέμησε, αφημένη στη συνήθεια.
Ακόμη τον βλέπει στο ύπνο της, ακόμη της μιλάει λες και την αγαπάει.
Λες και θα ήθελε να είναι εκεί μαζί της κι αυτή τον πιστεύει. Την προστάζει να βάλει το χέρι της στο σορτσάκι της για να τη νιώσει πιο κοντά του. Ντρέπεται. Κάπου το μυαλό της, αν και κοιμάται, γνωρίζει ότι είναι μόνη. Κι εκεί ξυπνάει.
Η πραγματικότητα είναι που μετράει. Όχι τι νιώθει, όχι τι θέλει, όχι τα “αν”.
Κάπου τα λόγια την κούρασαν.
Κάπου η απόρριψη την έκανε να ξεχάσει ποιοι έμειναν δίπλα της.
Κάπου η αναμονή την έκανε να κλείνεται στον εαυτό της. Έγινε σκληρή, επιθετική, γιατί στο ξύπνιο της τον βλέπει να της χαϊδεύει τα χέρια και πονάει.
Επειδή την κορόιδεψαν, την απορρίψαν, την χρησιμοποίησαν, την ξεγέλασαν. Δεν την πήραν ποτέ στα σοβαρά.
Τα όνειρά της δεν είναι δικά της. Ποτέ δεν ήταν δικά της, ακόμη και τις στιγμές που ήταν τόσο κοντά του.
Μαζί της θα δει το επόμενο ηλιοβασίλεμα, μαζί της θα μοιραστεί το φαγητό του, θα πιει κρασί κάτω από το φεγγάρι, θα πάει μια ωραία βόλτα, κρατώντας της το χέρι.
Θα συνηθίσει το σώμα στην απουσία και θα αλλάξει το όνειρο;
Κάνει καφέ, κοιτάζει το άπειρο, τα μάτια της δακρύζουν. Δεν μπορεί ακόμη να ξεχωρίσει τι πονάει πιο πολύ. Να τον βλέπει από μακριά και να μην μπορεί να τον αγγίξει ή να μην τον βλέπει καθόλου; Μαχαίρι ή τσεκούρι; Ποιο από τα δύο πονάει λιγότερο;
Ίσως ο έρωτας να μας κάνει τρελούς, σκέφτεται. Ίσως να χρειάζεται κι αυτή ηρεμιστικά. Να κοιμάται το βράδυ χωρίς να ονειρεύεται. Κάτι που να σκοτώνει τα αισθήματα χρειάζεται.
Κάτι που να της κόβει την ελπίδα πριν μεγαλώσει και να την κρατά σχεδόν νεκρή σε μια πραγματικότητα που δυσκολεύεται ν’ αντέξει.
“Δεν ζω, απλά σκοτώνω το χρόνο”, ακούει τους Radiohead να λένε και συνεχίζει τη δουλειά της σχεδόν ρομποτικά. Θα προσποιηθεί και σήμερα ότι όλα είναι καλά και θα κάνει, σαν καλός άνθρωπος που είναι, όσα πρέπει να γίνουν, χωρίς να ενοχλήσει κανέναν με τα δικά της θέλω.