Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Ποιος άνεμος σ’ έριξε άραγε πάλι σε ξέρα; Ποιοι θεοί συνωμότησαν να οδηγήσουν το σκαρί σου, πάλι σε χέρσο ερημονήσι;
Χαμένοι πήγαν οι όρκοι σου πως δεν θα προσαράξεις, πως θα μείνεις να ταξιδεύεις στα νερά ότι καιρό κι αν κάνει. Χαμένες οι υποσχέσεις πως δεν θα κάνεις πάλι τα ίδια λάθη, πως δεν θα ποθήσεις στεριές. Σε πλάνεψαν πάλι καρδιά μου αιμοδιψείς σειρήνες και στην πρώτη ευκαιρία σε γκρέμισαν στα βράχια.
Και τώρα τι; Πού θα περιφέρεις το διαλυμένο σκαρί σου, μέχρι να το φτιάξεις πάλι απ’ την αρχή και να βγεις στ’ ανοιχτά; Πού θα βρεις τη δύναμη να διορθώσεις, όσα ορκιζόσουν πως δεν θα άφηνες να σου συμβούν ξανά;
Θάλασσα. Απέραντη, απρόβλεπτη, με χίλια πρόσωπα και χίλιους κρυμμένους κινδύνους, μα εσύ εκεί, να επιμένεις να σηκώνεις πανιά, μόλις για λίγο ξαποστάσεις. Τι θα ‘ταν άλλωστε η ζωή χωρίς ταξίδια;
Τι κι αν ράγισες, τι κι αν πόνεσες, τι κι αν έσπασες; Τι κι αν πάλι σε λάθος λιμάνι έριξες άγκυρα ψυχή μου; Συνεχίζει η ζωή και κοίτα… σαν να είναι ούριος ο άνεμος που άρχισε να φυσάει.