Γράφει η Κορίνα Παπαδοπούλου
Καθώς τα χρόνια περνούν παρατηρώ πως οι άνθρωποι ολοένα και αποξενώνονται από την αγάπη. Κανένα συναίσθημα δεν τους γεμίζει πια. Άδεια κορμιά, ψυχές παγωμένες, γκρίζες, χωρίς καμιά χαρά. Όλα είναι μια κοψιά. Χαρά, λύπη, στεναχώρια, ευτυχία, δάκρυ, γέλιο, τίποτα δεν ξεχωρίζει, τίποτα δεν είναι πιο σπουδαίο από το άλλο.
Οι άνθρωποι προστατεύουμε τους εαυτούς μας από ένα πιθανό πόνο, μια απογοήτευση, από έναν άνθρωπο που θα έρθει για να πάρει κάτι, θα μας πληγώσει και θα εξαφανιστεί. Το ερώτημα είναι όμως, τι καταφέρνουμε με αυτό;
Καταφέρνουμε να προστατεύουμε τον εαυτό μας ή τελικά να μη ζούμε να μην απολαμβάνουμε τις απλές στιγμές; Είμαστε άνθρωποι που μάθαμε να ζούμε ως άρρωστοι, για να πεθάνουμε υγιείς. Άνθρωποι που φοβόμαστε να εκτεθούμε, φοβόμαστε να ανοίξουμε την καρδιά μας, όχι άδικα, δε λέω μα είναι τρόπος αυτός για να ζεις;
Όταν ήμασταν μικροί και παίζαμε στις αλάνες, στις γειτονιές πέφταμε. Τα γόνατα και τα χέρια μας μάτωναν όμως αυτό δε μας εμπόδιζε από το να ξαναβγούμε και το επόμενο απόγευμα. Να ξαναπέσουμε, να ξανά ματώσουμε.
Θυμάστε τι κάναμε; Σκουπίζαμε τα χέρια μας πάνω στην μπλούζα, ίσα ίσα να φύγουν τα χώματα και συνεχίζαμε το παιχνίδι. Γνωρίζαμε πως θα πάμε σπίτι και η μαμά θα τα φροντίσει όλα. Θα βάλει ιώδιο στις πληγές, άντε και κανένα τσιρότο στα γόνατα και αυτό ήταν όλο, θα περνούσε. Έτσι είναι και η ψυχή μας. Με λίγη αγάπη, φροντίδα και κατανόηση επουλώνει.
Ίσως αφήσει, κανένα μικρό σημαδάκι σαν αυτά που έχουμε ακόμη στα γόνατα μας κι ας είμαστε ενήλικες πλέον. Είναι όμως εκεί, για να μας θυμίζουν πως κάποτε παίζαμε ελεύθεροι, ανέμελοι, χωρίς φόβο. Ποτέ δε φοβηθήκαμε πως μπορεί να πέσουμε, ποτέ δε φοβηθήκαμε πως η πληγή δεν θα επουλώσει. Μακάρι να ζούσαμε έτσι όπως τότε.
Να μη φοβόμασταν πως η πληγή στην ψυχή μας δεν θα επουλώσει. Ίσως αφήσει κάποιο μικρό σημάδι, ίσως και μεγάλο, όμως θα είναι εκεί, μόνο για να μας υπενθυμίζει, πως σου φανήκαμε δυνατοί, πως παλέψαμε, μας αγαπήσαμε, μας φροντίσαμε και επουλώσαμε.
Δεν πρέπει να μας θυμίζει τίποτα άλλο, παρά μόνο την δύναμή μας, παρά μόνο το μεγαλείο της ψυχής μας. Πέρασαν αρκετά χρόνια για να πω στην καρδιά μου πως δεν πειράζει να πέσεις, δεν πειράζει να χτυπήσεις, θα είμαι εδώ να σε περιμένω, με το ιώδιο και το τσιρότο.
Να σου φτιάξω το αγαπημένο σου φαγητό και να σε πάρω μια αγκαλιά. Να δούμε το αγαπημένο σου παιδικό στην τηλεόραση και να σου χαϊδεύω τα μαλλιά και όλα θα περάσουν ως την επόμενη φορά που θα βγεις πάλι έξω. Εγώ θα είμαι και πάλι εδώ δε θα σ’ αφήσω μόνη σου έχεις εμένα στήριγμα αυτό να το θυμάσαι για πάντα.