Να μ’αγκαλιάζεις με τα θέλω σου
Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη.
Θέλω ν’ ακούσω για τις βραδιές που ξενύχτισες πάνω απ’ το κινητό σου περιμένοντας για ένα μήνυμα που δεν ήρθε ποτέ. Ένα μήνυμα θαμπό, όπως το τζάμι που τρέμει στην επαφή με την ανάσα σου και στο άκουσμα της φωνής σου.
Θέλω ν’ ακούσω για τις μέρες που καθυστέρησες στη δουλειά, που ξέχασες να πιεις καφέ και να φορέσεις κολόνια. Οι μέρες αυτές μένουν γιατί είναι διαφορετικές απ’ τις άλλες, τις σκονισμένες με πιτσιλιές ρουτίνας και βρωμιά φαγωμένου τσιγάρου.
Θέλω ν’ ακούσω για όνειρα που έκανες όταν ήσουν πιτσιρίκι μπροστά στην τηλεόραση χαζεύοντας με ανοιχτό το στόμα τον ήρωα με την κόκκινη κάπα. Ήρωας γνωστός που ήθελες να αγγίξεις και πλησίαζες το τζάμι ακουμπώντας τα δάχτυλα στην οθόνη.
Θέλω ν’ ακούσω τις σκέψεις που ζαλίζουν. Αυτές που το άρωμά τους είναι το άρωμα της βροχής και του ήλιου, που θέλουν να σε ρουφήξουν με το καλαμάκι της πορτοκαλάδας που έχεις στο στόμα. Αυτές τις σκέψεις που μιλούν για το «τώρα» και σε κάνουν να τρέμεις.
Θέλω να μου μιλάς για πράγματα που μόνο εσύ μπορείς να μιλήσεις. Ο ήχος της θάλασσας είναι αλλιώς μέσα από το φάσμα της δικής σου φωνής. Η φωνή σου ακολουθεί το κύμα και το κύμα αγκαλιάζει τις σκέψεις σου.
Δε θέλω ν’ ακούσω για την πραμάτεια του «χτες». Έχει περάσει, είχε βαρύ φορτίο στον ώμο και πιάστηκε για τα καλά ο αυχένας. Κράτα άδειο το σάκο δε ξέρεις τι θα πετύχεις στο δρόμο. Αν τον γεμίσεις με το «χτες» τι θα χωρέσει στο «σήμερα» ; Θα αρχίσεις να πετάς στο δρόμο πράγματα παλιά για πράγματα καινούρια.
Δε θέλω ν’ ακούσω για πρόσωπα. Πρόσωπα βλέπω στα φανάρια , βλέπω στο «φάρο» κάθε μέρα. Οι πιο πολλοί περαστικοί. Άλλοι σκυμμένοι κρύβουν το βλέμμα κι άλλοι εκεί με πείσμα σε κοιτούν κατάματα και περιμένουν ν’ ακούσουν ιστορίες. Οι άνθρωποι διψούν για ιστορίες… Ο, τι δε μπορούν να εξηγήσουν το ντύνουν με λόγια, άλματα φαντασίας πασπαλισμένα με κόκκους αλήθειας…
LoveLetters