Γράφει η Ελένη Σάββα
Μπορούσα να φέρω κοντά το αστέρι εκείνη τη νύχτα. Μπορούσα να το αγγίξω. Μπορούσα, μονάχα αν το ζητούσες! Μα δεν το ζήτησες. Εκείνη τη νύχτα, δεν ήρθες. Ούτε για λίγο. Καθόλου.
Μάτι δεν έκλεισα, θα ήθελα να το ξέρεις. Όλη νύχτα το φεγγάρι κοιτούσα. Όλη νύχτα τα αστέρια μου μιλούσαν… Για μια στιγμή τα ένιωσα να μ’ αγκαλιάζουν. Για μια στιγμή σε ένιωσα κάπου εκεί, κοντά.
Μόλις άνοιξα τα μάτια μου κατάλαβα πως πάλι παιχνίδι έπαιζε το μυαλό. Εσύ πουθενά. Εσύ παντού! Παντού και πουθενά. Μάτι δεν έκλεισα. Όλα έμοιαζαν μελαγχολικά. Ακόμα κι η φύση, που τότε άνθιζε και έσφυζε από ζωή. Ξαφνικά μελαγχόλησε γιατί έφυγες εσύ.
Τόσο πολύ ήθελα να σε αγαπήσω, που σ’έψαχνα απεγνωσμένα. Μάταια. Μάταια όλα. Πουθενά… Πουθενά τα μάτια σου, πουθενά τα φιλιά σου που μύριζαν πάντα άνοιξη!
Και πού να είσαι… Τί να ψάχνεις; Τί να κάνεις τώρα;
Όλα καλά κι όλα “κάπως” μακριά σου. Κάπως μέτρια. Κάπως μουντά. “Κάπως”.
Το ξέρεις… Το ξέρεις καλά. Τα μέτρια δεν τα μπορώ. Με βυθίζουν. Χάνομαι. Χάνομαι πολύ. Μα θα τη βρω την άκρη… Θα το δω το φως. Πίσω απ’ τα σύννεφα, θα δω χαμόγελα. Θα δω μάτια να γελάνε. Θα δω ανθρώπους να αγαπάνε… Ανθρώπους που θα αγαπάνε βαθιά κι αληθινά… Και θα κοιτάνε στα μάτια τους γύρω τους δίχως να φοβούνται!