Γράφει η Κορίνα Παπαδοπούλου
Αναρωτιέμαι για ποια χαμένα όνειρα συνέθετε τότε ο Μάνος Χατζιδάκης το βαλς των χαμένων ονείρων. Από μικρή, όταν πρώτο άκουσα το κομμάτι αυτό ανάμεικτα συναισθήματα δημιουργήθηκαν στην παιδική τότε ψυχή μου.
Σε εκείνη την ψυχή που δεν ήξερε πως τα όνειρα κοστίζουν. Πως είναι δύσκολα και η υλοποίηση τους κάποιες φορές είναι αδύνατη. Σε μια παράσταση που παρακολούθησα πρόσφατα είπαν πως ” δεν ονειρευόμαστε για να γίνει, ονειρευόμαστε για να κοιτάμε ψηλά, είναι στάση σώματος”.
Όσο θετικό κι αν ακούγεται την πρώτη φορά που θα το ακούσεις, τόσο λυπηρό είναι μετά αν το καλοσκεφτείς. Κι αν δεν ονειρευόμαστε για να γίνει, γιατί το κάνουμε; Ποιος είναι ο στόχος και ποια η πορεία μας;
Όνειρα. Μια από τις ευχές μου φέτος με τη νέα χρόνια ήταν ” τα όνειρα σου να μην πιάσουν ποτέ ταβάνι”. Κάποτε τα δικά μου είχαν πιάσει σκόνη, τα είχα στριμώξει σε μια κούτα μέσα στα πρέπει και την καθημερινότητα. Σε μια ζωή δανεική, που δεν έμοιαζε ποτέ δίκη μου.
Μια ζωή που προσπάθησα, προσπάθησα πολύ να ταιριάξω μέσα της. Έτσι πακέταρα τα όνειρα μου και φόρεσα το χρυσό προσωπείο. Η ευτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο μου, μα όχι στα μάτια και την ψυχή μου. Μια καλογυαλισμένη καθημερινότητα. Έπειθα τον εαυτό μου πως αυτό είναι η ζωή και πως όλοι οι άνθρωποι έτσι ζουν.
Μα εγώ δεν ήμουν σαν και τους άλλους. Ακόμη πιστεύω πως υπάρχουν εκατοντάδες άνθρωποι εκεί έξω που η ζωή τους είναι όπως ήταν και η δική μου αλλά εγώ δεν ήμουν μόνο αυτό. Είχα ζωή μέσα μου, ανησυχίες. Ήθελα να πατήσω στα πόδια μου, να δω τον κόσμο με άλλα μάτια, να παλέψω.
Ήθελα για μια φορά στην ζωή μου να αναπνεύσω. Όσο κι αν ήθελα, όλο βυθιζόσουν στον βούρκο της εικονικής πραγματικότητας μου. Έως που μια μέρα χωρίς να το περιμένεις κάτι σε ξυπνά. Σε κάνει να ανοίξεις τα μάτια σου και να δεις καθαρά. Ήταν τότε που διάβασα για την πρώτη φορά μετά την τελευταία και όλα άλλαξαν.
Ήμουν ένα θεριό εγκλωβισμένο ένας άνθρωπος που ήθελε να ζήσει, να γευτεί τη ζωή. Αυτό ήμουν. Πάλεψα να μην το θέλω, μα δεν τα κατάφερα. Κυνήγησα τα όνειρα μου. Κυνήγησα την ευτυχία μου. Πάλεψα για τη ζωή μου και για όσα έχω έως σήμερα.
Μάτωσα, έκλαψα, έπεσα, χρειάστηκα βοήθεια για να σηκωθώ μα τα κατάφερα. Και όλα αυτά γιατί “η πρώτη φορά μετά την τελευταία” είχε γραφτεί τη σωστή στιγμή.