Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Κάθε φορά που διεκδικείς κάτι, να πεισμώνεις, να το κοιτάς κατάματα και να μάχεσαι με ακονισμένα νύχια και δόντια. Να μάχεσαι την κάθε στιγμή σου, το κάθε λεπτό σου. Να πάλλεται το σώμα σου και οι σφυγμοί σου να ταρακουνούν κάθε σου κύτταρο.
Όταν φτάσεις στο γκρεμό μια λαχτάρα σε ζώνει. Η αίσθηση πως ο κόσμος σού ανήκει. Το ιδρωμένο κατακόκκινο δέρμα αναζητά τη δροσιά του ανέμου. Στην αίσθηση της πτώσης, το σώμα φοβάται, η ψυχή όμως το θέλει, το αποζητά. Κάνει εικόνα και ταρακουνά τις αισθήσεις. Δεν είναι και τόσο δύσκολο να φαντάζεσαι πράγματα…
Και κάπου εκεί τα δάχτυλα των ποδιών σου ριζώνουν στο χώμα, τα πόδια δεν κινούνται, δεν θέλουν να πέσουν απ’ το λόφο. Μένουν πολλές αισθήσεις ακόμη, πολλά όνειρα, πολλοί στόχοι. Δεν ήρθε το τέλος. Κι ας ήσουν κοντά.
Κι ας φοβήθηκες. Κι ας το γεύτηκες μιαν ανάσα πριν γίνει. Η λύτρωση σε ναρκώνει. Σε κάνει να αναπολείς όσα έζησες, όσα πέρασαν στα χρόνια που άφησες πίσω σου, τις λευκές σου σελίδες.
Κάτι καινούριο θα έρθει στα δάκρυα που τρέχουν, στον ιδρώτα που καίει και στα πόδια που τρέμουν. Να μη σκέφτεσαι τόσα. Το πώς, το πότε, το γιατί και το αν. Το «αν» είναι το χειρότερο απ’ όλα. Παίζει μαζί σου, σε κάνει κομπάρσο.
Τι θα μπορούσες να γίνεις αν… Τι θα έκανες αν… Κι όλα αρχίζουν ξανά. Στο ίδιο μοτίβο, στην ίδια τρέλα που σε ροκανίζει, σαν ένα παράσιτο που έχει γίνει ένα με σένα. Δεν είναι τυχαίο που βρίσκεσαι εδώ. Καθένας που ήρθε στο πλάι σου, άνθρωποι που γέμισαν και άδειασαν την ψυχή σου.
Καταστάσεις που σε έκαναν να θυμώσεις, να κλείσεις τα μάτια και να μην σε παίρνει ο ύπνος.
Ξενύχτια γλυκά όπως το κόκκινο κρασί. Ξενύχτια ημίγλυκα γεμάτα απωθημένα. Αυτός είναι ο κόσμος που σμίλεψες με γέλιο και δάκρυ. Δε γκρεμίζονται όλα. Κάτι σου μένει. Κάτι πιο κοντινό σε αυτό που κοιτάζεις σε σένα.