Γράφει η Μαρία Κυπραίου
Μέθυσα πάλι απόψε και σε σκέφτηκα. Και είχα πράγματι καιρό. Βρέθηκα σε εκείνο το δικό μας το μπαράκι που κάθε του γωνία θύμιζε εσένα. Χόρεψα σαν τρελή, ένιωσα πάλι έφηβη. Σε κάθε στροφή έψαχνα να σε βρω. Έκανα σκέψεις κολασμένες. Ήθελα να βρεθώ πάλι σε εκείνη την τουαλέτα, για ένα γρήγορο, μαζί σου, όπως τότε. Μέθυσα και σε ήθελα εκεί, ήθελα να ξαναζήσουμε όλα εκείνα τα περασμένα, γιατί ρε γαμώτο είχαν αξία, είχαν στιγμές και έρωτα.
Δεν ήθελα να είμαι με κανέναν απόψε, ήθελα να το ζω μαζί σου στα άκρα. Να θυμηθώ όσα είχα ξεχάσει και να ξεχάσω όσα ζω τώρα. Για μια στιγμή. Για ένα λεπτό έψαχνε το βλέμμα μου το δικό σου.
Ήθελα να σε δω να μου γελάς και να με κοιτάς πονηρά από εκείνη τη σκοτεινή γωνιά της μπάρας. Τα μάτια σου να μην ξεκολλάνε από πάνω μου και εγώ να χορεύω όσο πιο αισθησιακά μπορώ, μόνο για τα μάτια σου.
Μέθυσα, ξημέρωσε μα εσύ δεν φάνηκες πουθενά. Και κάθε ελπίδα να σε δω μέσα στο πλήθος έσβησε. Κάθε ανάσα κόπηκε απότομα.
Μέθυσα και σε ήθελα εδώ. Όμως τα φαντάσματα εξαφανίζονται σαν βγει το πρώτο φως του ήλιου.
Ξημέρωσε. Δεν είμαι πια μεθυσμένη και ότι ήθελα να ζήσουμε απόψε χάθηκε.
Δεν φάνηκες πουθενά.
Μέθυσα για να σε βρω μα χάθηκα κι απόψε.