Κι η νύχτα έκλεισε όπως έπρεπε, σε ένα πάτωμα αρένα!
Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Καιρό τώρα έβλεπε την ίδια ακριβώς εικόνα…
Τον έβλεπε μέρα παρά μέρα ή μάλλον, νύχτα παρά νύχτα, να κάθετε στο σκαμπό στο μπαρ και να πίνει μόνος του το ποτό του.
Καιρό τώρα, αντίκριζε έναν άντρα να κοιτάζει το τσιγάρο και το ποτήρι και ποτέ γύρω του. Ένα μυστήριο πλάσμα και γοητευτικό συνάμα.
Εκείνη δούλευε στο μπαρ σαν σερβιτόρα και εκείνος ήταν απλά ένας θαμώνας από τους πολλούς, όμως αυτός είχε κάτι που δεν το είχανε οι πολλοί, είχε κάτι!
Απόψε η δουλειά έσπασε νωρίς, μόνο ο μυστήριος είχε μείνει στο μαγαζί και μια μικρή παρέα σε ένα τραπέζι πιο ΄κει.
Απόψε εκείνη άλλαξε τους ρόλους, έγινε κυνηγός και πήγε και κάθισε απέναντι του σε ένα άλλο σκαμπό και τον παρατηρούσε επίμονα, αυτός από την άλλη, χαμπάρι, στον κόσμο του εντελώς. Έπινε το ποτό του, έστριβε το τσιγάρο του και σιγοψιθύριζε τους στοίχους από τα τραγούδια, ειδικά αυτών που είχαν νταλκά…
“Το σφηνάκι είναι από την κοπέλα”, του είπε ο μπάρμαν και τον επανάφερε βίαια στην πραγματικότητα.
Σήκωσε το βλέμμα του κι είδε απέναντι του μια όμορφη ξανθιά με πράσινα μάτια κι έντονο βλέμμα.
“Στην υγειά σου” της είπε.
Κι αυτή στιγμή δεν έχασε, πήγε και κάθισε διπλά του, αφού πρώτα τσούγκρισε και κατέβασε μαζί του το δυνατό σφηνάκι.
“Με λένε Δέσποινα, αλλά εσύ μπορείς να με λες Δέσποινα μου” του είπε.
” Χαίρω πολύ, Λευτέρης”, της απάντησε κοφτά.
“Τι τρένο είσαι εσύ ρε φίλε”, τον ρώτησε, σχεδόν με θράσος.
“Άδειο, χωρίς προορισμό και χωρίς επιβάτες”, της είπε.
“Μμμ, μάλιστα και λιγομίλητος, εμένα λοιπόν μου αρέσουν τα άδεια τρένα, μου αρέσει να είμαι ο μοναδικός τους επιβάτης κι ειδικά αν εσύ είσαι ο οδηγός του”, του ξανά είπε και του έκλεισε το μάτι. “Δεν θέλω να μου πεις τίποτα για σένα απόψε, θέλω μόνο να φύγουμε μαζί από εδώ και να με αφήσεις να σε ανακαλύψω Λευτέρη, τι λες;”
Φόρεσε όπως όπως το σακάκι του, πέταξε ένα χαρτονόμισμα στον πάγκο, και τότε αυτή τον έπιασε από το χέρι.
Σε λίγα λεπτά, βαδίζοντας αμίλητοι, έφτασαν στην γκαρσονιέρα της, έβαλε τα κλειδιά της στην πόρτα, την άνοιξε, μα δεν πρόλαβε καν να την κλείσει…
Ο Λευτέρης την άρπαξε από την μέση και της έδωσε ένα δυνατό και παρατεταμένο φιλί στο στόμα, κόβοντας της την άνασσα.
Άρχισε να της αφαιρεί τα ρούχα κι εκείνη τα δικά του.
Κι όταν πια ήταν κι οι δυο γυμνοί, την έριξε στο πάτωμα και μπήκε μέσα της, δυνατά, έτσι όπως τον ήθελε, έτσι όπως τον φανταζόταν πολλά βράδια, γυρνώντας μόνη στο σπίτι της, άγρια, ακριβώς σαν αυτό το συναίσθημα που της έβγαζε, κάθε φορά που τον κοιτούσε στο μπαρ κλεφτά.
Το πάτωμα έγινε πια μια μεγάλη αρένα, οι ρόλοι αποκαταστάθηκαν, τώρα ήταν αυτός ο κυνηγός κι εκείνη το θήραμα του, όμως δεν την ενοχλούσε καθόλου ο ρόλος του θύματος, το αντίθετο, της πήγαινε, το απολάμβανε, τον απολάμβανε!
Αυτό που για καιρό το ονειρευόταν, “παίζοντας” μόνη της πολλές φορές, τώρα το είχε εκεί, ζωντανό κι ήταν όπως τον σκεφτόταν, φονιάς!
Η πόρτα μισάνοιχτη κι αυτή εγκλωβισμένη από κάτω του, φώναζε από την ηδονή, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο ανεξέλεγκτα, όλο και πιο παραδομένη στα επιδέξια χέρια του φονιά της!
Την έκαιγε, την έτρωγε, την κατακτούσε, την παρέλυε, αλλά αυτή ούτε ένα “μη” δεν του είπε, μόνο “κι άλλο του έλεγε”, μέχρι το τέλος τους, το τέλειο τέλος τους!
Σηκώθηκε, πήγε κι έκλεισε επιτέλους την πόρτα κι ύστερα άναψε ένα τσιγάρο και ξάπλωσε πάλι δίπλα του, κάτω στο πάτωμα, έτσι, γυμνοί κι οι δυο τους.
“Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από σένα”, του είπε…
Αυτός δεν της απάντησε, μόνο την κοίταξε στα μάτια, την πήρε αγκαλιά και τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο της.
“Ούτε με νοιάζει τι σκέφτεσαι για μένα, με νοιάζει μόνο τι σκέφτομαι εγώ για σένα”, του ξαναείπε.
“Χαίρομαι που τόλμησες να ανέβεις στο άδειο τρένο μου, που τα είχες τα κότσια Δέσποινά ΜΟΥ, εδώ να μείνεις, τώρα μην τολμήσεις να ξανακατέβεις ποτέ, τώρα έχω κι επιβάτη και προορισμό”, της απάντησε και την έσφιξε πιο δυνατά στην αγκαλιά του…