Κανένα λιμάνι δεν μίκρυνε τις αποστάσεις μου..
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Άφησα την ψυχή μου να γυρίσει πίσω, να ανακατευτεί με την θάλασσα, να βυζάξει λίγη μνήμη ακόμη, να παιδευτεί με τα κύματα και να ξεπλύνει την αλμύρα της.
Άσπρισαν τα μαλλιά μου, μάνα, κι ακόμα δεν έμαθα να διακρίνω καθαρά, δεν έμαθα να αφουγκράζομαι το πνιγερό κλάμα της θάλασσας, την άδεια ρότα των πλοίων και την ζοφερή ανάσα των καπετάνιων.
Δεν κοιμήθηκα στον παφλασμό τους, μήτε βούλιαξα στην αδιαφορία τους. Αγκυροβόλησα για χρόνια σε λιμάνια που ξεφόρτωναν ψέματα και έμπαζαν την αλμύρα απ’ το κατάστρωμα.
Κανένα λιμάνι δεν μίκρυνε τις αποστάσεις μου, δεν χόρτασε το αμπάρι μου. Δεν θέλω να κοιμίσω τα πλοία μου, μάνα, την μνήμη μου θέλω να κοιμίσω, γιατί ανασαίνει η μνήμη όπου κι αν την κοιμίσεις.