Θα μας θυμάσαι καθόλου; Ή θα ρίξεις μαύρη πέτρα; (Μέρος 3ο)
Γράφει ο Nickolas M.
Τρίτο ποτήρι, τρίτο τσιγάρο…
– Κι εμένα ο δικός μου ο ρόλος ποιος είναι;
– Δεν υπάρχουν ρόλοι, δεν είμαστε ηθοποιοί. Είμαστε καλά, είμαστε μαζί. Δεν είμαστε καλά; Το συζητάμε πολιτισμένα κι αν δεν λύνεται, κόβεται.
– Α, έτσι; Ξέρεις έχουμε και συναισθήματα.
– Όλοι έχουμε. Την ξέρεις την συνθήκη.
– Να αλλάξει όμως κάποια στιγμή αυτή η συνθήκη, ναι;
– Με αυτό που βλέπω τώρα μπροστά μου, εσύ πιστεύεις ότι μου δίνει θάρρος να την αλλάξω; Για να έχω τα ίδια με άλλο περιτύλιγμα;
– Έχω κι εγώ τα πλάνα μου, ξέρεις. Δεν θα περιμένω μια ζωή.
– Δεν πρέπει κανείς να περιμένει τίποτα. Τα χρονοδιαγράμματα είναι φυτευτά. Αυτά μας φάγανε. Ζεις με έναν άνθρωπο χωρίς να προσδοκάς. Δεν είναι συναλλαγή.
– Τότε μάλλον θέλουμε άλλα πράγματα.
– Εγώ θέλω εσένα και στοπ. Αν δεν σε καλύπτει, λυπάμαι…
– Κι εγώ λυπάμαι για τον χαμένο χρόνο…
– Δεν υπάρχει χαμένος χρόνος. Ο χρόνος διδάσκει κι είναι πάντα φίλος.
– Καλά, κάτσε με τις φιλοσοφίες σου και τα βιβλία σου και τα ξαναλέμε.
– Τα βιβλία κι η φιλοσοφία είναι η ζωή. Καλή τύχη…
Τέταρτο ποτήρι, τέταρτο τσιγάρο
– Παίδες, το βράδυ τσίπουρα στου «Μάκη», κερνάω για τον πατέρα μου.
Το ίδιο μήνυμα σταλμένο σε όλους. Εξαφανίστηκε από προσώπου γης ο Θανάσης, μάθαμε μετά ότι ο πατέρας του «έφυγε» ξαφνικά προδομένος απ’ την καρδιά του κι έπρεπε να γυρίσει Γιάννενα για ένα μάτσο εκκρεμότητες και γραφειοκρατία. Προχθές ήταν τα σαράντα και σήμερα γύρισε..
– Πιείτε ρε κι άλλο, άλλες μέρες σταματημό δεν έχετε.
– Ε σήμερα είναι λίγο «αλλιώς» ρε Θανασάρα.
– Το ίδιο είναι. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, οι άλλοι με τους άλλους. Άντε εβίβα.
– Εβίβα. Καλό παράδεισο να έχει..
– Τί έχεις ρε Βασιλάκη, για δε μιλάς;
– Να μωρέ, μόλις έμαθα για τον μπαμπά σου θυμήθηκα τον δικό μου.
– Κι αυτός νέος έφυγε ε;
– 42 μόλις. Καρδιά κι αυτός. Έσκασε από τη στεναχώρια, λίγα τα λεφτά στην οικοδομή, τρία αδέρφια είμαστε, η μάνα στο σπίτι οικιακά κι η γιαγιά άρρωστη. Ήρθαν όλα τούμπα. Ο αδερφός μου μπήκε κι αυτός οικοδομή και καπάκι μετά τη δουλειά νυχτερινό. Η μάνα μου κι η γιαγιά ξαφνικά μοδίστρες κι εγώ πανελλήνιες χωρίς φροντιστήρια χωρίς τίποτα. Απορώ που μπήκα κιόλας στη σχολή.
– Εσύ τουλάχιστον τον θυμάσαι με αγάπη. Εγώ που τον είχα και μας σάπιζε στο ξύλο με τη σειρά; Πρώτα τη μάνα μου, μετά εμένα και καπάκι την αδερφή μου, ειδικά από όταν πήγε γυμνάσιο και ντυνόταν πιο.. Ξέρετε. Μια μέρα μας φυγάδευσαν οι γείτονες γιατί τον φοβήθηκαν, άλλη μια μέρα τον μάζεψαν οι μπάτσοι τύφλα. Κι από λεφτά; Στα μπαρμπούτια και τις πουτάνες τα χάλαγε.
– Ας τον είχα και εγώ ρε Μήτσο κι ας έριχνε και καμιά φάπα.
– Ρε, τί καμιά φάπα; Εδώ λέμε μου έσπασε χέρι μια μέρα! Ηρέμησε μόνο όταν στο Λύκειο του ανταπέδωσα και καταλήξαμε κι οι δυο πρώτα στο τμήμα και μετά στο πρώτων βοηθειών. Ευτυχώς μετά έφυγε από το σπίτι κι ησυχάσαμε. Τί ησυχάσαμε δηλαδή, που κάθε λίγο και λιγάκι ζήταγε λεφτά από τη μάνα μου κι η άλλη η βλαμμένη του έδινε, δανεικά κι αγύριστα. Άσε με με δαύτονε..Καλύτερα να πέθαινε σαν τον δικό σου.
– Ρε παιδιά είναι κουβέντες αυτές τώρα; Για συμπαράσταση σας μάζεψα δω χάμου, όχι να πλακωθούμε και μεταξύ μας! Άντε υγεία!
– Υγεία ρε Θανάση…
Κουβέντα δε μου βγαίνει. Βαριές, αλλά χρήσιμες κουβέντες. Κι εγώ σκέφτομαι τον κυρ-Χρήστο που απλώς είναι σπάγκος με τα λεφτά και ξερόλας και που «έχει πάντα δίκιο». Ναι δε λέω, δεν υπάρχει ζυγαριά για αυτά, καθένας με το βίωμα του, αλλά από την άλλη…