Γράφει η Τζένη Ζάικου
Θεωρώ πως τα όρια του καθενός είναι διαφορετικά και σίγουρα επηρεάζονται από το ποιόν του κάθε ατόμου, τον χαρακτήρα, τη συμπεριφορά του, τα θέλω του και τους φόβους του.
Ένα άτομο που φοβάται να μείνει μόνο, ίσως επειδή βαθιά μέσα του νομίζει πως δεν αξίζει αρκετά, ή επειδή μπορεί να φοβάται ότι δεν θα βρει ανθρώπους να το αγαπήσουν βαθιά και ειλικρινά, σίγουρα θα πιέσει τα όριά του πολύ περισσότερο, για περισσότερο καιρό και με μεγαλύτερο σθένος.
Το άτομο αυτό είναι αποφασισμένο να βάλει τις ανάγκες αυτού που έχει απέναντί του προτεραιότητα, διότι το υποσυνείδητό του νομίζει και εύχεται πως τότε θα λάβει την αγάπη και τον σεβασμό που και το ίδιο δίνει στον άλλον.
Ο δρόμος για να απαλλαγείς από τέτοιες ψυχολογικές παγίδες είναι μακρύς και δύσβατος και σίγουρα δεν τελειώνει χωρίς προσωπικό κόπο και αυτοπαρατήρηση. Πρέπει πρώτα να αναγνωρίσεις τί φοβάσαι και τί ποθείς ώστε να καταλάβεις γιατί δίνεις το δικαίωμα σε ορισμένους ανθρώπους να σου φέρονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Το σίγουρο είναι πως – σχεδόν – όλοι, κάποια στιγμή στη ζωή μας, νωρίτερα ή αργότερα, φτάνουμε στο σημείο που το “δεν πειράζει” μας τελειώνει και τη θέση του παίρνει άλλες φορές η αδιαφορία, άλλες ο θυμός, μα πάντα η θλίψη είναι εκεί να μας συνοδεύει γι’ αυτό που χάσαμε, που δεν είναι άλλο από τον χρόνο μας και μερικές φορές ακόμα και τον εαυτό μας για λίγο.
Αυτό πολλές φορές έχει να κάνει με το πόσο καλά διαχειρίζεται την απογοήτευση και την αποδοχή το ίδιο το άτομο.
Μπορεί να ακούγεται σκληρό, μα ποτέ κανείς που έφτασε στο σημείο να πει “αρκετά”, δεν κοίταξε πίσω του χρόνια μετά και μετάνιωσε για αυτή την επιλογή του.
Ειδικά οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτό το πολύ διαδεδομένο “overthinking” είναι σχεδόν απίθανο να αποφασίσουν να βγάλουν κάποιον από τη ζωή τους αν πρώτα δεν έχουν πληγώσει αρκετά τον εαυτό τους στη προσπάθεια να κρατήσουν αυτό το πρόσωπο στη ζωή τους.
Κι αυτό επειδή, κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι σε αυτό τον κόσμο. Αυτοί που δίνουν και αυτοί που παίρνουν. Μη με παρεξηγήσετε, δεν υπονοώ πως δεν παίρνουν όλοι κάτι από μία φιλία ή μία ερωτική σχέση, αλλά σίγουρα ο καθένας εκεί έξω γέρνει λίγο ή πολύ σε μία από τις δύο κατηγορίες.
Συνήθως αυτοί που δίνουν τα περισσότερα, αυτοί που θα καταπατήσουν τα όριά τους, μερικές φορές λανθασμένα ακόμη και τις αρχές τους για τον άλλον, είναι πάντα αυτοί που αναλύουν περισσότερο, που φοβούνται περισσότερο μη πληγώσουν τον άλλον, που αμφισβητούν τον ίδιο τους τον εαυτό μη τυχόν και έχουν κάνει λάθος σε κάτι και αδικήσουν κάποιον. Γι’ αυτό άλλωστε κάθονται και τόσο σε μία σχέση, μέχρι να πουν “ως εδώ” και τα “δεν πειράζει” τους να γίνουν καπνός.
Σίγουρα πάντως, όταν έρχεται τούτη η ώρα, το συναίσθημα είναι το λιγότερο απελευθερωτικό.