Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Επειδή με ξέρω, γι’ αυτό κάνω πίσω. Δε μπορώ να αντέξω το βάρος, είναι πολύ σκληρό για μένα όλο αυτό. Θέλει δύναμη και κότσια σε κάθε δυσκολία, σε κάθε πόνο που έρχεται και σου χτυπάει την πόρτα απρόσκλητος, χωρίς να τον περιμένεις. Κι εκεί είναι που λυγίζεις. Λυγίζεις, γιατί δεν έχεις κάτι ή κάποιον να πιαστείς. Κάποιος να σου κρατάει το χέρι με δυο λόγια παρηγορητικά, που θα απαλύνουν κάπως τη σκέψη, το φόβο, τον πόνο που κρύβεις μέσα σου. Το έχεις ανάγκη. Όλοι το έχουμε.
Χρειάζεσαι δύναμη για να μπορέσεις να σηκωθείς και καμιά φορά δε φτάνει η δική σου. Είναι ένα στήριγμα κάπου εκεί έξω, που ακτινοβολεί και με τη λάμψη του σε εμψυχώνει, σε κάνει να λάμπεις κι εσύ. Ακόμη κι αν δεν είσαι στα πάνω σου, βρίσκεις τη δύναμη και έχεις όρεξη να παλέψεις για όσα σε περιμένουν εκεί έξω, στο άγνωστο.
Άγνωστο είναι το καθετί, που δε μπορεί να προβλέψει ο ανθρώπινος νους. Είναι ένα φύλλο χαρτί, που κρατάς στο χέρι, αλλά δε ξέρεις το φύλλο που έχει ο άλλος. Δεν το ορίζεις. Μονάχα το ακολουθείς και αναγκάζεσαι να συμβιβαστείς με τη μοίρα. Μαζεύεις αποθέματα σθένους για να σταθείς όρθιος και αλώβητος από την τρικυμία. Δε θέλει όμως και πολύ για να ενδώσεις σ’ αυτή. Όλα κρέμονται σε μια αόρατη κλωστή, το νήμα της ανθρώπινης μοίρας.
Εκεί χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο. Είναι ανθρώπινη ανάγκη να νιώθεις πως έχεις άτομα πλάι σου, που σε αγαπούν και τα αγαπάς. Δεν είσαι μόνος σε ό,τι κι αν κάνεις. Πίσω σου υπάρχει μια «οικογένεια» που ο ίδιος έχεις επιλέξει να έχεις και αυτή δεν είναι άλλη από τους ίδιους τους φίλους, τους πραγματικούς όμως φίλους.
Φίλοι που ήρθαν στη ζωή για να μείνουν. Τόσο απλά και τόσο λιτά, χωρίς πολλές πολλές εξηγήσεις. Άνθρωποι που σε γεμίζουν κι εσύ τους πληροίς. Άνθρωποι που σε έχουν και τους έχεις ανάγκη για μια ζωή πιο ζωντανή, πιο ανθρώπινη και πιο μαγική…