Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Δεν θέλω άλλο να πληγώνω την καρδιά μου.
Γι’ αυτό άμε στο καλό.
Άμε στο καλό σου λέω.
Και σαν κι εσένα δεν θα ξαναψάξω.
Εγώ σου έδινα να φας κι εσύ έψαχνες στα ψίχουλα να βρεις το τίποτα της καρδιάς σου.
Εγώ σου έδινα να πιεις κι εσύ έψαχνες νερό στην έρημο.
Σου έστρωσα τα καλύτερα μου σερβίτσια κι όμως δεν κατάλαβες τίποτα.
Σου έβγαλα τα καλύτερά μου σεντόνια κι όμως τα έκανες φτηνά.
Εγώ να απορρίπτω τον εγωισμό μου κι εσύ να τον στολίζεις.
Δεν ρώτησες ποτέ αν είχα ανάγκη από κάτι, γιατί ποτέ δεν σ’ ενδιέφερε.
Το μόνο που σ’ ενδιαφέρει είναι ο εαυτός σου.
Ένας παρτάκιας είσαι κι εγώ έχω αλλεργία στους παρτάκηδες.
Σ’ ερωτεύτηκα μ’ όλη την δύναμη της ψυχής μου, γιατί έτσι είμαι εγώ. τα δίνω όλα για όλα και δεν κρατάω τίποτα για εμένα.
Γιατί στον έρωτα και στην αγάπη έτσι μόνο πρέπει να αντέχεις.
Μόνο έτσι πρέπει να ταυτίζεσαι, μόνο έτσι αξίζει.
Γι αυτό δεν αξίζω για τίποτα λιγότερο.
Κάποια στιγμή θα με ψάξεις, αλλά δεν θα με βρεις, δεν θα βρεις το κορίτσι που σ’ αγάπησε, θα βρεις ένα φυλλαράκι απ’ το δέντρο που ράγισε.
Το δέντρο που έγραψα επάνω τα ονόματά μας και ήρθες και τα έσβησες.
Γιατί δεν σεβάστηκες τίποτα.
Ένα τίποτα ήμουν για εσένα και το έδειξες με όλη την δύναμη της ψυχής σου.
Αυτήν που δεν με σεβάστηκε, αυτήν που με κατάντησε να αναρωτιέμαι αν αξίζω.
Αξίζω όμως και ούτε εσύ, ούτε κανένας άλλος θα με κάνει να αμφιβάλλω ξανά.
Κανείς δεν θα με κάνει να δακρύσω, να μετανιώσω.
Γιατί δεν θέλω να μετανιώνω.
Γιατί δίνω πολλά και ως καταπίστευμα θέλω και τα ανάλογα.
Ενός λεπτού κραυγή για όλα όσα έκανα που φάνηκαν τίποτα, λίγα ή καθόλου.