Γράφει η Μαριάννα Βασιλείου
Ψιθύριζέ μου σιγανά τα βράδια, να σ’ακούω και να μερώνει η ψυχή μου.
Ψιθύριζε μου σιγανά τα βράδια και κράτα με σφιχτά στην αγκαλιά σου.
Να σε νιώθω και να παραλύει κάθε κύτταρο του κορμιού μου.
Μη μ’ αφήνεις να χάνομαι, εμένα..
Έλα και τράβα με κοντά σου.
Να μην μπορώ να σου αντισταθώ.
Να μην μπορώ! Θέλω να μην μπορώ να κάνω βήμα, αλλά να είμαι και ελεύθερη όποτε θέλω να ανοίξω την πόρτα.
Και να σου φύγω.. μα να μένω!
Γιατί εσύ είσαι το μόνο οξυγόνο που θέλω να έχω. Να ουρλιάζουν τα κορμιά μας από πόθο. Να ουρλιάζουν τα όνειρά μας μέσα στη σιωπή.
Να με ταξιδεύεις και να σε ταξιδεύω σε άγνωστα μέρη, που μόνο οι δυο μας θα μπορούμε να πάμε.
Να τσακωνόμαστε, και να επιστρέφουμε ο ένας στον άλλο, επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, κι όχι από συνήθεια.
Να κοιταζόμαστε όχι σαν περαστικοί, μα σαν διαβάτες που ήρθαν για να μείνουν κι όχι για να επιστρέψουν.
Τα χέρια μας να μπλέκονται δίχως έλεος, σε κάθε απόλυτο που θα διασχίζουμε μαζί.
Να με φιλάς και να πεθαίνω, και να ξαναζώ μέσα από εσένα.
Να μεθάμε μαζί κάθε φορά από ευτυχία!
Να είμαστε αντισυμβατικοί, και αθεράπευτα ρομαντικοί σε έναν κόσμο τόσο πεζό και ματαιόδοξο.
Να είμαι η γυναίκα σου και να είσαι ο άντρας μου, δίχως ντροπές κι αναστολές.
Να ζούμε στο “μαζί” εκεί που οι άλλοι ζουν στο “περίπου”, στο “μην αγγίζετε” και στο “προσοχή εύθραυστον”.
Και στο τέλος αυτής της διαδρομής, αν είναι να ραγίσει το γυαλί, τουλάχιστον εμείς, θα είμαστε χορτασμένοι από ουρανό.
Δεν θα έχουμε ξεπουληθεί στα “σχεδόν” του καθενός!