Τους ξέρεις κι εσύ αυτούς έτσι; Αυτούς που μιλάνε ασταμάτητα για τα δικά τους θέματα, αλλά ποτέ δεν ακούνε τα δικά σου; Που σε θυμούνται μόνο και εφόσον έχουν πράγματα να σου πουν, ευχάριστα -για να “φανούν”- ή δυσάρεστα -για να κλάψουν στον ώμο σου- κι εσύ, σαν καλός φίλος, να τους συμβουλέψεις όσο καλύτερα μπορείς, όπως πάντα άλλωστε. Δεν μπορεί, όλο και κάποιος τέτοιος θα υπάρχει στον κύκλο σου.
Προσωπικότητες μη σταθερές, που επηρεάζονται πολύ από την προσωρινή τους πραγματικότητα, άνθρωποι αμφιλεγόμενης ιδιοσυγκρασίας, που δεν ξέρεις σε τι μέρα θα τους πετύχεις. Σε παίρνουν τηλέφωνο και ξεκινάει ο χείμαρρος. Μιλούν ακατάπαυστα από το πρώτο δευτερόλεπτο, πριν προλάβεις να σταυρώσεις λέξη. Έχουν τόσα συγκλονιστικά πράγματα να σου πουν. Θα σου τα αναλύσουν όλα, από κοντά φυσικά, με στόμφο και με κάθε λεπτομέρεια. Γιατί ζουν μια ζωή γεμάτη πάθη, εντάσεις, έρωτες, αψιμαχίες, ανατροπές. Ενώ εσύ, τι; Ένα γατάκι μικρό και ταπεινό, σε μια ανιαρή και μίζερη καθημερινότητα.
Κι αλίμονο αν δεν τους παρακολουθείς, αν δεν δείχνεις ενδιαφέρον, αν δεν μένεις αποσβολωμένος από αυτά που σου εξιστορούν. Τι; Δεν σε νοιάζει; Έχεις κι εσύ ζωή; Αντί να ευγνωμονείς που σου κάνουν την τιμή, που σου επιτρέπουν να εισχωρείς στην πολυτάραχη καθημερινότητά τους – που το καλύτερο σενάριο δεν μπορεί να την ξεπεράσει- γκρινιάζεις κι από πάνω; Τι; Έχεις κι εσύ θέματα να συζητήσεις; Συμβαίνουν και στη δική σου ζωή σημαντικά πράγματα; Άσε μας κουκλίτσα μου.
Για να είμαστε και δίκαιοι, αν -λέμε αν- είναι η τυχερή σου μέρα, υπάρχει πιθανότητα στο τελευταίο πεντάλεπτο του καφέ να σου απευθύνουν τον λόγο. «Εσύ τι νέα;» με ύφος τύπου έχω-ήδη-βαρεθεί-γιατί-τελείωσα-με-όσα-είχα-να-μοιραστώ-και-δεν-υπάρχει-περίπτωση-να-έχεις-να-μου-πεις-κάτι-σημαντικότερο. Όποτε βρήκες το κουράγιο να ξεκινήσεις κουβέντα για δικά σου ζητήματα, διαπίστωσες ότι, πολύ γρήγορα και με ένα τρόπο μαγικό, η συζήτηση επανήλθε στα άλλα, τα καυτά νέα.
Επειδή λοιπόν το έχεις δει το έργο, συνήθως καταλήγεις να λες: «Μπα, μωρέ, τα ίδια, τίποτα το ιδιαίτερο». Ύστερα από 2+ ώρες ακατάπαυστης ακρόασης και ψυχανάλυσης, είναι λογικό ότι έχεις πλέον εξουθενωθεί, βρίσκεσαι σε κατάσταση απόλυτης αποσύνθεσης και δεν έχεις καμία διάθεση να ανοίξεις νέο κύκλο συζητήσεων. Ούτως ή άλλως, γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι δεν υπάρχει περίπτωση να σε παρακολουθήσει. Όλα φαντάζουν μια ματαιότητα. Στον δρόμο της επιστροφής αναρωτιέσαι: “Γιατί κάνω παρέα με αυτόν τον άνθρωπο; Τι εισπράττω; Του καίγεται καρφί; Μήπως είναι ντοπαρισμένος; Μήπως είμαι αόρατος; Γιατί να το ανέχομαι όλο αυτό;”
Κάπως έτσι, καταλήγεις συχνά να τα βάζεις με τον εαυτό σου. Μονολογείς για το πόσο ανύπαρκτη είναι η ζωή σου, πόσο βαρετός φαίνεσαι στα μάτια του και γενικότερα μπαίνεις στο τρυπάκι να κάνεις πολλές παρόμοιες και τέρμα “θετικές” σκέψεις. Νευριάζεις με τον εαυτό σου, με τον άλλον, με την κοινωνία, γελάς ειρωνικά, έχεις μπερδευτεί.
Τον πέτυχε τον σκοπό του. Σε έκανε να νιώσεις λίγος. Γιατί μόνο έτσι καταφέρνει να γεμίζει τη δική του ακαθόριστη ζωή. Τη “γεμάτη” με άδειες καταστάσεις, κενούς ανθρώπους και ρηχά συναισθήματα. Όχι, δεν είναι η δική σου ζωή βαρετή. Είναι ο δικός του ασύνειδος και διαρκής αγώνας να βρει νόημα και ουσία στην καθημερινότητά του. Όχι, δεν έχασες εσύ την μπάλα. Εκείνος την έχασε και παλεύει να πιαστεί από τα μαλλιά ΣΟΥ.
Αν ωστόσο έχεις φτάσει σε ένα πολύ καλό επίπεδο αυτοεκτίμησης, και αν η φιλία σας δεν μετρά και κανένα σπουδαίο παρελθόν, ίσως να ήταν και η τελευταία φορά που ήπιες καφέ μαζί του. Δεν βρίσκεις τον λόγο να ασχοληθείς περισσότερο. Δεν έχεις καιρό για χάσιμο και δεν σκοπεύεις να υποβάλλεις ξανά τον εαυτό σου σε μια διαδικασία που δεν σου προσφέρει τίποτα. Ας λύσει ο καθένας τα προβλήματά του.
Αν, από την άλλη, αυτή η σχέση είναι σημαντική για σένα, κι αν γενικά σ’ αρέσει να ξεκαθαρίζεις το τοπίο με τις συναναστροφές σου, ίσως θα πρέπει να σκεφτείς σοβαρά την πιθανότητα ανοιχτής συζήτησης-κυρήγματος τύπου “πριν-αρχίσεις-να-μιλάς-θα-σε-προλάβω-γιατί-έχω-να-σου-πω-κάποια-πράγματα-πολύ-σημαντικά-και-απαιτώ-επιτέλους-να-ανοίξεις-για-μια-φορά-τα-αυτιά-σου-και-να-κλείσεις-το-στόμα-σου-για-να-με-ακούσεις-με-προσοχή-αλλιώς-σηκώνομαι-και-φεύγω”. Πφφ, το ‘πες.
Αιφνιδιασμός ∙ η καλύτερη επίθεση. Εκεί γίνεσαι ΕΣΥ χείμαρρος. Τα λες όλα. Όχι τα νέα σου, αλλά αυτά που σε ενοχλούν. Και ελπίζεις σε ένα θαύμα, σε μια μετάνοια, σε ένα “συγγνώμη-έχεις-δίκιο-δεν-ξέρω-γιατί-φέρομαι-έτσι-μάλλον-δεν-είμαι-πολύ-καλά-τελευταία-θα επανορθώσω”. Δίνεις λίγο χρόνο και ελπίζεις ότι το εννοεί. Αν όχι, δεν τον χρειάζεσαι πια. Ούτε εκείνος εσένα.
“Μωρέ, κατά βάθος είναι καλό παιδί”, θα σκεφτείς. Μα, όλοι καλά παιδιά είμαστε. Απλώς κάποιοι νομίζουν ότι είναι το κέντρο του κόσμου. Να ‘ναι καλά εκεί στο κέντρο, τους αγαπάμε κι έτσι, εμείς από την περιφέρεια. Με ή χωρίς απόσταση, your call.