Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Σε ονόμασα ήλιο, από τη πρώτη στιγμή που σε είδα. Μπορεί να είχαμε χαθεί για λίγο, μα ο ήλιος λένε, ότι βγαίνει πάντα και τότε εμφανίστηκες ξανά με ένα απλό μήνυμα στο κινητό, λέγοντας απλά ένα « γεια, τι κάνεις;»
Και τότε όλα πάλι έλαμψαν, μονομιάς. Σαν ένα μαγικό ραβδί που ήρθε και άγγιξε όχι μόνο κάθε σπιθαμή του κορμιού μου, αλλά κάθε σκοτεινή ιστορία που βρισκόταν πίσω από αυτό.
Όλα πλημμύρισαν με φως. Ακόμα και το χαμόγελό μου είχε άλλη μορφή, πιο θερμή, πιο γαλήνια, πιο όμορφη και λαμπερή. Τα μάτια μου πέταξαν σπίθες από ηλιαχτίδες και ζωντάνεψαν μπροστά μου τις πιο απίθανες εικόνες του πλανήτη όλου.
Η καθημερινότητα μου μεταμορφώθηκε σε πεδίο μάχης με πρωταγωνιστές εμάς τους δυο διεκδικώντας λίγο έδαφος τη φορά , ο ένας από τη ζωή του άλλου. Η αρένα είχε θεατές το πείσμα , τη δύναμή μας και τη θέλησή μας να βρισκόμαστε κάθε στιγμή και κάθε λεπτό που θα το είχαμε ανάγκη. Κάθε φορά που τα κορμιά μας ήθελαν να ανταμώσουν ξανά και που οι λέξεις μας ήθελαν να ξεχυθούν χωρίς σταματημό σα γάργαρο νερό από κάποιο πηγαίο ποτάμι ενός βουνού που κυλούσε δυνατά σαν λυσσασμένος χείμαρρος.
Ξέχασα τα πάντα. Ακόμα και το όνομά μου, σα να μη με ένοιαζε τίποτα γύρω μου. Τρελάθηκα. Αφέθηκα στη γλυκύτητα που έβγαζε το φιλί σου και σε όλα όσα μου χάριζες κάθε λεπτό που περνούσαμε μαζί.
Ήσουν ήλιος λαμπερός και εγώ στο πλάι σου φωτιά που σιγόκαιγε τα ξύλα της όσα αργά μπορούσε ώστε να μη σβήσει ποτέ.
Ήσουν η ακτίνα που ξεπρόβαλε τη κατάλληλη στιγμή που τη χρειαζόμουν. Ήσουν το άγγιγμα που ηρθε και μετέτρεψε εμένα σε γυναίκα, ξανά. Ήσουν, είσαι και θα είσαι το θαύμα μου που ευχομαι να κρατήσει για όσο το παντα διαρκεί.