Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Πάντα θα είσαι για μένα μια όμορφη ανάμνηση. Πάντα θα κλείνω τα μάτια και θα στρέφω το βλέμμα μου στον ορίζοντα με ένα ελαφρύ χαμόγελο. Δε γίνεται ποτέ να ξεχάσεις έναν άνθρωπο που σου χάρισε τη ζωή του, σου αφιέρωσε χρόνο και σε πήρε αγκαλιά σαν να σουν το μοναδικό άτομο στον κόσμο…
Δεν υπάρχουν λόγια, γιατί είναι φτωχά. Δεν υπάρχουν τραγούδια, γιατί πάντα κάτι τους λείπει. Δεν υπάρχουν εικόνες, γιατί ακόμα κι αυτές δεν έχουν τα χρώματα που πήρε η ψυχή στις πρώτες ανάσες. Μόνο καρδιοχτύπια κι ας έχει περάσει καιρός. Κάτι στον άνεμο που καίει το καλοκαίρι και θυμιατίζει τη σκέψη. Κάτι στη βροχή που ξεπλένει το χώμα από τις λερωμένες ιτιές. Είναι κάτι απροσδιόριστο στη φύση που με κάνει να πιστεύω πως είσαι κοντά μου, πως είσαι πίσω μου και με χαζεύεις. Πως πάντα με βλέπεις και πάντα μ’ ακούς όταν σε έχω ανάγκη.
Θυμάμαι μονάχα τη μέρα από το τελευταίο αντίο. Ήταν απροσδόκητο τέλος και δεν έλεγα να το πιστέψω. Νόμιζα πως ήταν ένα ψέμα, μια πλάκα από αυτές που κάναμε μεταξύ μας όταν ο ένας από τους δυο μας δεν ήταν στα πάνω του. Στην αρχή πάντα ψάρωνα, αλλά μετά που συνειδητοποιούσα τι έκανες γελούσαμε μαζί. Γέλια δυνατά, γέλια πηγαία…
Εκείνη τη μέρα δεν ήθελα να σε πιστέψω. Όλοι γύρω ντυμένοι στα μαύρα, μυρωδιές λιβανιού και ζέστη φρικτή. Δε με άφησαν να σου πιάσω το χέρι, μονάχα η μητέρα μου, έκανε μια κίνηση και μου έδωσε ένα τριαντάφυλλο, ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο με στάλες διάφανες απάνω. Μου ζήτησαν να πάω με τον μπαμπά στη γιαγιά και να μην πάω σχολείο την επόμενη μέρα. Το τριαντάφυλλο όμως το είχα στο χέρι. Περίμενα πότε θα ‘ρθεις στην αυλή για να παίξουμε όπως κάναμε κάθε απόγευμα μετά τις 4.00. Δεν ήρθες ποτέ. Και πέρασαν μήνες… Και πέρασαν χρόνια…
Τώρα συνειδητοποιώ την αλήθεια. Τους ψιθύρους που άκουγα και τους γονείς σου που απέφευγαν να με συναντήσουν. Το τριαντάφυλλο, το είχα κρατήσει, αλλά μόλις αλλάξαμε σπίτι χάθηκε κι αυτό μες στις βαριές αποσκευές. Το τελευταίο αντίο το είπα μπροστά σε ένα ξωκλήσι, σε μια φωτογραφία σου πάνω σε ένα παγωμένο λευκό μάρμαρο… Το είχα ανάγκη, ξέρεις, να μιλήσουμε πάλι κι ας άκουγα μόνο τη φωνή μου να γυρίζει πίσω. Η εικόνα σου με τα χρόνια έχει χαθεί, μόνο από φωτογραφίες θυμάμαι…
Κάθε φορά που μένω μόνος, κάτι γύρω μου είναι αλλιώτικο, σαν να ακούω ξανά βήματα πίσω μου, γέλια εφηβικά, γέλια αγνά. Κάτι λίγο του «τότε» από μας..