Γράφει η Αναστασία Κοζίμπα
Λένε πως έχει άλλη αίσθηση αυτό που δεν προγραμματίζεις και έτσι σ’ ακολούθησα. Δεν ήμουν σίγουρη για εμένα, για εσένα και αυτό ίσως γέμιζε το θέλω με λαχτάρα. Έκανα το βήμα γρήγορο να θυμίζει πανικό . Λες και έπρεπε να προσπαθήσω, αβίαστες κινήσεις προς το μέρος σου. Να δικαιολογήσω το στέγνωμα των χειλιών στο όνομα σου, ξεδίψασα.
Πέρασα δυο ζωές μπροστά σου ξόδεμα . Κυνήγησα τις λέξεις, μήπως και μάθω να συλλαβίζω το πάθος. Και ήρθες με ησυχία και τις ακούμπησες στα χείλη μου . Κόλλησα το σώμα μου στο δικό σου, πέρασα το βλέμμα μου επίμονα από πάνω σου. Σε κάθε σημείο , σε κάθε ατέλεια. Τόσο απόλυτα, τόσο αβέβαια. Τα χέρια μου έτρεμαν σε κάθε άγγιγμα, λες και με την ψυχή στο στόμα · τι θα σώσω! Τα δάχτυλα μου είχαν λίγο από το δέρμα σου. Κάθε φορά λίγο παραπάνω. Κάθε φορά πιο σίγουρη. Λες και σε είχα αγγίξει ξανά και ξανά· σε γνώριζα. Moυ ταίριαζες. Κάθε σου κομμάτι απαλά σε κάθε κενό μου κούμπωσε.
Ίδρωσα το κορμί μου επάνω σου πολλές φορές, σα να γλίτωσα τα χρόνια· κοίταξε με . Μπερδεύεται το βλέμμα , μπερδεύεται ζωή. Μπλέξανε τα χέρια στο μαζί, ποιον ξεχωρίζεις ;
Ίδιο μυαλό, ίδια διαστροφή σε πάθος. Γονάτισα μπροστά σου εκείνο το βράδυ. Θεώρησα ανάγκη αυτή την έλξη.
Έσφιξα τα δόντια μου σε σένα, λίγη ακόμα από την γεύση σου. Μπέρδεψα τις μυρωδιές, να φτιάξω εικόνες για τον χρόνο. Ταξίδεψα με μάτια ανοιχτά , τόσο δυνατά, τόσο αμοιβαία.
Σε κοίταζα για ώρες μέχρι να ξημερώσει . Έβλεπα εμένα σε εσένα. Περνούσαν οι ώρες , δε κατάλαβα διαφορά. Σα να κόλλησε εκείνη η Δευτέρα. Σα να επέμενα όλες οι μέρες να έχουν αυτή την γεύση, την αφή , την μυρωδιά. Εσένα, εμάς.
Έμπλεξα τις ανάγκες μου μαζί σου.
Το πάθος μου είχε το ίδιο χρώμα.
Οι λέξεις μας ήταν κοινές.
Ακούμπησα το χέρι μου επάνω σου ,σα να άφηνα λίγο ψυχή σε σένα και προχώρησα..