Γράφει η Κορίνα Παπαδοπούλου
Ανοίγεις τα μάτια σου και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιείς πως έχει ήδη ξυπνήσει, σε κοιτάζει γλυκά και σου χαμογελά.
Δε λέτε τίποτα, κλείνεις πάλι τα μάτια σου και χώνεσαι στην αγκαλιά του. Εκείνος τρυφερά σου χαϊδεύει τα μαλλιά και μένεις εκεί. Εκεί που κανείς δεν μπορεί να σε πειράξει, εκεί ο χρόνος σταματά. Εκεί που δεν πονάει γιατί είσαι στα χέρια του έρωτα. Εκεί που το συναίσθημα ζει. Εκεί που αυτά τα χέρια έχουν ουσία.
Αντιλαμβάνεσαι το νόημα του και από μέσα σου κάνεις μια ευχή. Μακάρι οι Κυριακές να κρατούσαν για πάντα, να μη χρειαζόταν να σηκωθείς, να βγεις από εκεί και να αντιμετωπίσεις την σκληρή πραγματικότητα, να αντιμετωπίσεις τον κόσμο που είναι γεμάτος κακία, ζήλεια και φθόνο. Αλλά τώρα είσαι εκεί.
Σ’ αυτό το εκεί που έχει τόση σημασία. Σ’ αυτό το εκεί που κατάφερε να σε κάνει τον άνθρωπο που είσαι, που κατάφερε να σε κάνει να μη φοβάσαι το συναίσθημα, που κατάφερε να σε κάνει να αγαπήσεις και την τελευταία πτυχή του εαυτού σου. Σε αυτό το εκεί που τα μάτια σου λάμπουν, ανοίγουν διάπλατα μόλις το βλέπουν.
Ο είναι ήλιος γλυκός έξω. Χέρι, χέρι περπατάτε δίχως προορισμό, κάτι τέτοιες στιγμές ο προορισμός έχει λίγη σημασία. Το ταξίδι είναι που μετρά. Το ταξίδι με αυτόν που αγαπάς, με τον άνθρωπο που κατάφερε να σε κάνει και πάλι κορίτσι.
Κρατώντας το χέρι του λοιπόν, το βήμα σου είναι αργό, σκόπιμα αργό, μπας και ξεγελάσεις την Κυριακή και κρατήσει περισσότερο μπας και καταφέρεις ο αποχωρισμός να μην έρθει. Έτσι όπως περπατάς, ξάφνου γυρνάς μπροστά του, του σκας ένα φιλί στο μάγουλο και του χαμογελάς σαν παιδί.
Σαν μικρό παιδί που πάει ακόμα στο δημοτικό, δίχως στεναχώριες και έγνοιες. Εκείνη τη στιγμή τα μάτια σου αστράφτουν από ευτυχία, στα χείλη σου έχουν ζωγραφίσει άγγελοι το πιο γλυκό χαμόγελο του κόσμου.
Γιατί αυτό είναι ο έρωτας, δυο φτερά στην πλάτη σου. Μεγάλα, λευκά, σαν από βελούδο, που σε αφήνουν να πετάξεις ψηλά, πάνω απ’ τα σύννεφα. Εκεί που ο μαγικός κόσμος υπάρχει. Που ο ουρανός είναι ροζ, τα βουνά φτιαγμένα από ζαχαρωτά και η καρδιά σου δεν έχει πληγωθεί ποτέ. Εκεί ζει ο έρωτας, εκεί σε πάνε τα φτερά του.
Εκείνος ξαφνιασμένος σταμάτα και σε παίρνει αγκαλιά. Γι’ αυτή την αγκαλιά δεν τα έκανες όλα; Αυτή την αγκαλιά δε λαχταρούσες τόσο; Μια αγκαλιά που η ψυχή σου τόσο πολύ αναζητά, μα τα χείλη σου δυσκολεύονται να την ζητήσουν.
Γύρω σας ο κόσμος περπάτα και χαίρεται που σας βλέπει. Τα δέντρα είναι ανθισμένα και τα λουλούδια μυρίζουν άνοιξη. Κι εσυ, αχ εσύ. Εκείνη τη στιγμή φοβάσαι. Φοβάσαι πως αυτό που ζεις κάποια στιγμή μπορεί να τελειώσει.
Κυριακή πρωί, ο ήλιος σε ξυπνά, ανοίγεις τα μάτια σου και συνειδητοποιείς πως στο κρεβάτι είσαι μόνη. Δεν είναι εκεί, δεν ήταν ποτέ και πάλι όνειρο ήταν.
Γυρίζεις απ’ την άλλη, κλείνεις τα μάτια σου και εύχεσαι να καταφέρεις να κοιμηθείς ξανά, μήπως και καταφέρεις να πας πίσω. Εκεί που ο έρωτας σου ζει.