Γράφει η Blonde Commando
«Αισθάνομαι ότι η τύχη μου χαμογέλασε επιτέλους» μου είπες ψιθυριστά στο αυτί. Όμορφη και αθώα το βράδυ που έκλεινα τα 22. Θαμπωμένος και μπερδεμένος λίγο πριν τα 30 σου. Ένα χρόνο μετά με πούλησες πολύ φθηνά. «Νιώθω ότι έκανα ένα μεγάλο λάθος και δεν θα μπορέσω ποτέ να επανορθώσω» είπες στους κοινούς μας φίλους. Είχες δίκιο. Πέρασαν 15 χρόνια χωρίς ποτέ να σου συγχωρήσω αυτό το ξεπούλημα.
Δεν άκουσες ποτέ ξανά τη γλυκιά φωνή που σου έλεγε ό,τι ήθελες να ακούσεις. Δεν σε αγκάλιασα ποτέ ξανά τόσο σφιχτά σα να ήταν οι καρδιές μας ένα. Δεν με είδες να σου χαμογελώ ποτέ ξανά όπως χαμογελούσα μόνο σ’ εσένα.
Πέρασαν τα χρόνια και ήλθε ο επόμενος έρωτας. Πιο σκληρός από σένα, πιο απότομος, πιο επώδυνος. «Μου αρέσει τόσο που είμαι ο λόγος που χαμογελάς». Κι εγώ χαμογελούσα. Κι είχα πάντα ένα σπίτι που μύριζε ευτυχία, το γλυκό πρόσωπο της ερωτευμένης γυναίκας, το δυνατό γέλιο ενός παιδιού που γελάει αβίαστα. Για εκείνον. Κάθε πρωί τόσα χρόνια σκεφτόμουν πώς θα τον κάνω χαρούμενο. Κάθε στιγμή ήμουν η επιτομή της χαράς, της ομορφιάς, του πόθου. Ώσπου να με προδώσει όπως εσύ και ακόμη χειρότερα.
Ώσπου να γίνουν τα ειλικρινή λόγια σιωπή και οι βαθιές ανάσες πόνος. Ώσπου να πάψει το σπίτι να γεμίζει λουλούδια και μουσική και να είναι απλώς ένα γεμάτο τασάκι και οι λάμπες που ποτέ δεν άλλαξα,γιατί περίμενα να τις φτιάξει εκείνος που ήταν ψηλός. «Είπα να σου πω ένα γεια» πληκτρολόγησε δειλά στον υπολογιστή για να μην πάρει ποτέ απάντηση. Πόσο μπορεί να πονάει η απαξίωση από τη γυναίκα που σε λάτρεψε! Πόσο χωρίζει το τίποτα και ο χρόνος δύο ανθρώπους που αγαπήθηκαν τόσο πολύ! Πόσο σε πληγώνει να μη θυμάμαι παρά μόνο το μαχαίρι που μου κάρφωσες τόσο στυγνά στην καρδιά!
Κι ύστερα εσύ. Σου είχα πει τι πέρασα από την αρχή. Με συνάντησες τόσο πληγωμένη μα πάντα γενναία και δυνατή. Το προσπάθησες. Με έκανες να χαμογελάσω ξανά. Με έκανες να σε σκέφτομαι και να σε θέλω όταν πίστευα ότι είχα στερέψει από έρωτα. Νόμιζα ότι ήμουν ευτυχισμένη γιατί η ζωή μου το χρωστούσε.
Ήθελα να σε κάνω ευτυχισμένο. Μα δεν συγχρονιστήκαμε ποτέ. Δεν ήθελες τόσα πολλά, μόνο την επιβεβαίωση της κατάκτησης. Ίσως και την εξουσία του να πληγώσεις κι εσύ κάποια που ζει για ό,τι αγαπάει. Φοβήθηκες τόσο αυτά που σε άφησα να δεις. Δεν ήσουν έτοιμος, ήταν πολλά για σένα. Εσύ ήθελες απλώς να περνάς καλά, να ξεχνιέσαι και να μην αισθάνεσαι. Εγώ δεν ήξερα πώς είναι να μη νιώθεις τίποτα και ίσως να μη μάθω ποτέ.
Φύγε κι εσύ λοιπόν. Πάρε λίγο από την ομορφιά που έβλεπες με το θαυμασμό του μακρινού παρατηρητή. Άγγιξε την οικειότητα που δεν μπορείς να διαχειριστείς. Νιώσε την αφοσίωση που έχεις μάθει να μεταφράζεις ως αδυναμία. Φύγε και μην κοιτάζεις πίσω σου. Πάρε λίγο από το φως μου κι εσύ, έχει πέσει νύχτα και το χρειάζεσαι. Γύρνα στα σκοτάδια που έχεις επιλέξει. Έχω μέσα μου πολλή λάμψη και τυφλώνει τους ανθρώπους. Θέλουν να σέρνονται δέσμιοι στα σκοτάδια τους.
Κι εγώ πάλι θα φωτίσω κάποιον άλλον. Κι εσύ θα ξεχαστείς όπως και οι άλλοι κλέφτες του φωτός, όπως και οι άλλοι φοβισμένοι, όπως και οι άλλοι μικροί για κάτι μεγάλο. Προσωρινά θα πιστεύεις ότι με νίκησες. Αλλά το φως καρδιά μου κερδίζει πάντα το σκοτάδι.