Γράφει η Περσεφόνη Χρυσαφίδου
Το μυθιστόρημα του Αραμπούρου ξετυλίγει την ιστορία δύο οικογενειών, Βάσκων στην καταγωγή, που οι ζωές τους σημαδεύτηκαν από τον εθνικό διχασμό. Η μία οικογένεια χάνει τον πατέρα από τρομοκρατική επίθεση, ενώ η άλλη θρηνεί για έναν γιο που φυλακίζεται, εν τέλει, ως μέλος της ΕΤΑ. Σε αυτό το πολυφωνικό μυθιστόρημα, με τους αφηγητές να είναι και πρωταγωνιστές, ο χρόνος δεν ακολουθεί γραμμική πορεία, αλλά συχνά οδηγούμαστε στο παρελθόν για να εξηγήσουμε και να καταλάβουμε το παρόν. Ακόμη, αυτά τα εννέα διαφορετικά πρόσωπα, τα οποία είναι μέλη δύο διαφορετικών, κάποτε φιλικών μεταξύ τους, οικογενειών, μας εντάσσουν στη δική τους ζωή, μας δείχνουν τη δική τους οπτική, μας προκαλούν, μας συγκινούν, μας καθηλώνουν και, ενίοτε, μας θυμώνουν με τις απόψεις τους και τις επιλογές τους.
Σταδιακά, χωρίς βιασύνη, χωρίς όμως να κουράζει, λες κι έχει μετρήσει την κάθε λέξη που πρέπει να χρησιμοποιηθεί, ο Αραμπούρου δημιουργεί ένα μυθιστόρημα που εξηγεί με ρεαλιστικό, αλλά όχι ωμό, τρόπο πώς έχουν επηρεαστεί οι ζωές των ανθρώπων συνολικά από εθνικούς διχασμούς, είτε αυτοί είναι θύματα, είτε πρόκειται για τους θύτες. Πολύ περισσότερο, ο Αραμπούρου δε στέκεται στο να εξηγήσει πώς ξεκινά η πολιτική διαμάχη, ούτε πώς καλλιεργείται το μίσος για τους εχθρούς της κάθε πατρίδας, αλλά περιγράφει με εξαιρετικό αφηγηματικό αυθορμητισμό πώς ένα παιχνίδι σε μία κλειστή κοινωνία, εξελίχθηκε στο να είναι η παρέα φιλικά προσκείμενη στην ιδεολογία της ΕΤΑ.
Όλοι, λοιπόν, οι χαρακτήρες είναι άνθρωποι, των οποίων οι ζωές στιγματίστηκαν από γεγονότα που σχετίζονται με τις δράσεις της ΕΤΑ και προσπάθησαν με κόπο να συνεχίσουν να ζουν. Άνθρωποι σαν τη Μίρεν, η οποία υποστηρίζει τον γιο της και τις πεποιθήσεις του, ακόμη κι αν εκείνος κατηγορείται για τη δολοφονία του καλύτερού τους φίλου. Εκείνη τη Μίρεν, την, κατά τα φαινόμενα, σκληρή, αδέξια, χαμηλού πνευματικού υπόβαθρου, ακόμη κατώτερης ποιότητας, κενής από κάθε είδος συναισθήματος. Άνθρωποι σαν την Μπιττόρι, η οποία χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί, έχασε, αρχικά, τη φίλη της εξαιτίας των νέων πεποιθήσεων, τον σύζυγό της από τρομοκρατική επίθεση της ΕΤΑ και την ελευθερία της μέσα σε μία βασκική κοινωνία, που τους θεώρησε εμπόδιο στον αγώνα για ανεξαρτησία. Άνθρωποι μορφωμένοι σαν τη Νερέα και τον Σαμπίερ, οι οποίοι κάθε φορά που προσπαθούσαν να δραπετεύσουν, κυριεύονταν και πνίγονταν από φαντάσματα, του νεκρού πατέρα τους και του φυλακισμένου δολοφόνου του. Άνθρωποι σαν την Αράντσα, που συνεχίζουν να δείχνουν το μεγαλείο της ψυχής τους, ακόμη κι αν είναι καθηλωμένοι σε αναπηρικό καροτσάκι και εξαρτώνται απόλυτα από ένα μηχάνημα για να δώσουν λόγια σε όσα σκέφτονται. Άνθρωποι σαν τον Χοσέ Μάρι, που έγινε δολοφόνος σκοτώνοντας τον καλύτερο φίλο του πατέρα του, εκείνον που του έμαθε να στέκεται σε δύο ρόδες και του αγόραζε τα παγωτά τα καλοκαίρια.
Κάπως έτσι, ο Αραμπούρου συνθέτει ένα λογοτεχνικό έργο που αναδεικνύει τα αποτελέσματα του εθνικού διχασμού σε ανθρώπινο, κατά βάση, επίπεδο. Πληγές που δεν κλείνουν και τριγύρω άνθρωποι. Άνθρωποι ψυχροί, άνθρωποι μορφωμένοι, άνθρωποι βαθιά συναισθηματικοί, άνθρωποι ανεξάρτητοι και άνθρωποι βαθιά εξαρτημένοι, έρμαια άλλων ανθρώπων που πίστεψαν πως αξίζει να θυσιάσεις τα πάντα στο όνομα της πατρίδας. Απαλλαγμένο από συναισθηματκούς τόνους στον λόγο, απεικονίζει μια κοινωνία παραδομένη στον τρόμο και δεν ξεχνάει να αναδείξει τη δύναμη της συγχώρεσης, σκορπώντας κατ᾽αυτόν τον τρόπο την ελπίδα.
Πιστεύω πως ο Αραμπούρου έμμεσα, μέσα στον λόγο ενός συγγραφέα που εντάσσει στο μυθιστόρημα, έχει συνοψίσει όλη την ουσία του λογοτεχνικού του δημιουργήματος:
“…έγραψα εναντίον του εγκλήματος που διαπράττεται με πολιτικό πρόσχημα, στο όνομα μιας πατρίδας όπου μια χούφτα ενόπλων, με την επαίσχυντη υποστήριξη ενός τμήματος της κοινωνίας, αποφασίζει ποιος ανήκει στην εν λόγω πατρίδα και ποιος πρέπει να την εγκαταλείψει ή να εξαφανιστεί. Έγραψα χωρίς μίσος εναντίον της γλώσσας του μίσους και εναντίον της λησμονιάς και της λήθης που μηχανεύονται όσοι προσπαθούν να επινοήσουν μια ιστορία στην υπηρεσία του σχεδίου του και των ολοκληρωτικών πιστεύω τους.
…έγραψα με κίνητρο να προσφέρω κάτι θετικό στους ομοίους μου, υπέρ της λογοτεχνίας και της τέχνης, επομένως υπέρ του καλού και του ευγενούς που κρύβει μέσα του το ανθρώπινο ον.”