Γράφει η Τζένη Γιαννοπούλου
Για άλλη μια φορά έδωσες, δόθηκες, αγάπησες, μοιράστηκες και στο τέλος αποδείχτηκε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν για σένα. Ε και; Τι νομίζεις, ότι η ζωή τελείωσε; Πάρτο αλλιώς, γιατί θα βρεις.
Είμαι σίγουρη πως αυτή τη στιγμή κάθεσαι στα σκοτάδια και κλαις τη μοίρα σου και το ριζικό σου γιατί πάλι την πάτησες. Κλαις με λυγμούς που σου κόβουν την ανάσα και νιώθεις πως πεθαίνεις. Ο κόσμος γύρω σου μοιάζει να καταρρέει και τίποτα δε βγάζει νόημα.
Περνάς από θλίψη, σε θυμό, σε αγανάκτηση, απορία και ίσως και όλα μαζί. Οι μέρες κυλούν κι εσύ δεν έχεις βγάλει τη πιτζάμα από πάνω σου, κοντεύει να γίνει ένα με το δέρμα σου. Πηγαίνοντας να πάρεις ακόμα ένα καφέ κοιτάς βιαστικά στον καθρέφτη. Μαλλί αχτένιστο, άπλυτο, μάτια πρησμένα και κόκκινα από το κλάμα, πρόσωπο χλωμό.
Δεν πας στη δουλειά, δε μιλάς σε κανένα, έχεις παραμελήσει το σπίτι σου και όλα γενικά μοιάζουν να διαλύονται. Κάθεσαι κοιτώντας το ταβάνι και σκέφτεσαι μία μία τις στιγμές που οδήγησαν εδώ. Τι έφταιξε; Μήπως εγώ; Κι αν τα είχα κάνει διαφορετικά; Κι αν δεν είχα πει αυτό;
Τι ψάχνεις μωρέ; Αν αυτό και αν εκείνο… κι αν η γιαγιά μου είχε καρούλια θα ήταν πατίνι. Λες και αν βρεις τις απαντήσεις (που δε θα τις βρεις) κάτι θα αλλάξει. Πάρτο χαμπάρι! Τελείωσε λέμε! Έφταιξες, έφταιξε, δεν έχει πια σημασία. Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν για σένα και εσύ δεν ήσουν για αυτόν.
Ξύπνα λέμε! Τράβα κάνε ένα μπάνιο, χτένισε τα μαλλιά σου γιατί σε λίγο θα φωλιάζουν όλων των ειδών τα ζωύφια εκεί, ντύσου και σταμάτα τις κλάψες. Αν ήταν να τελειώνει η ζωή με μια ή ακόμα δέκα αποτυχημένες σχέσεις όλοι θα ήμασταν στα θυμαράκια τώρα.
Σβήσε από το κινητό σου κι από τη ζωή σου οτιδήποτε σε συνδέει με αυτόν τον άνθρωπο. Όχι ρε δε θα στείλεις “ένα τελευταίο μήνυμα”, άσε το ξαναείδαμε το έργο, το ζήσαμε. Κάθε βήμα πίσω σε πάει μήνες πίσω από τη ζωή σου. Και την έχεις μία ρε γαμώτο, το καταλαβαίνεις; Εντάξει, έκλαψες, ούρλιαξες, θύμωσες, έπεσες στα πατώματα… φτάνει!
Τι νομίζεις ότι καταφέρνεις ε; Να σου πω εγώ; Καταφέρνεις να χάνεις μια ζωή που σε περιμένει εκεί έξω. Καταφέρνεις μαζοχιστικά να ταλαιπωρείς τον εαυτό σου ακόμα παραπάνω…γιατί; Για κάτι που στην ουσία δεν ήταν δικό σου; Γιατί αν ήταν δικό σου, θα ήσασταν τώρα μαζί. Όποιοι και να είναι οι λόγοι. Επομένως δεν αξίζει να κλαις πάνω από χυμένο γάλα.
Δε σου λέω να βγεις έξω και να παριστάνεις πως όλα είναι καλά. Φυσικά και δεν είναι. Αλλά σου λέω να βγεις έξω και να τα κάνεις εσύ και πάλι καλά. Στο χέρι σου είναι. Σήκω λοιπόν καρδιά μου, σκούπισε τα μάτια σου και σήκω δες τον ήλιο που σου χαμογελάει από το παράθυρο. Σήκω και πήγαινε έξω, δες τη ζωή που συνεχίζεται και πες της “δε με λύγισες, εγώ εδώ είμαι πάλι!” Και ζήσε!