Γράφει η Χ.Δ
Μια φορά χρειάστηκε να σε κοιτάξω κατάματα για να ρουφήξεις τη ζωή από μέσα μου.
Δεν ήμουν άνθρωπος του έρωτα, όλα έπρεπε να είναι ελεγχόμενα στη ζωή μου.
Μέσα σε κουτάκια της λογικής, στοιχισμένα.
Η λογική πάντα αφέντευε. Και μαζί της κ η υπερηφάνεια κ η αξιοπρέπεια κι ο εγωισμός.
Πώς όλα αυτά χάθηκαν μέσα σε εκείνο το βλέμμα; Μου λες;
Προσπάθησα να αποφύγω τη χίμαιρα.
Φοβήθηκα, μα επέμεινες. Και άφησα για πρώτη φορά τον εαυτό μου στη δίνη του έρωτα σου
Έρωτας, για πρώτη μου φορά!
Ανεξέλεγκτος, παράφορος, πιο δυνατός από μένα, ότι πιο αληθινό έδωσα ποτέ.
Την ίδια μου τη ψυχή.
Μα φοβήθηκα, προσπάθησα να φύγω. Κι όταν έβλεπα πως δεν τα κατάφερνα, ερχόμουν πάλι νικημένη σπίτι σου.
Ο μαύρος πάνθηρας γινόταν σκίουρος και σε μισούσα γι’ αυτό…
Κι ύστερα ήρθαν οι άλλοι και σου είπαν τόσα λόγια για μένα.
Κι εσύ τους πίστεψες.
Εγώ κατέθετα την ψυχή μου στα πόδια σου, όλη μου την αλήθεια κι εσύ πίστευες τα λόγια αυτών που με ήθελαν και δεν μπορούσαν να με έχουν.
Ήσουν χαζός ή απλά λίγος για το μεγάλο που σου έδωσα;
Μου έλεγες συχνά πως έψαχνες να βρεις “το δράκο” σε μένα.
Και δεν έβλεπες πως ήμουν απλά αυτή, που ήτανε μόνο για σένα…
Έφυγες σε μια στιγμή.
Με αγάπησες και με ξεαγαπησες σε 1 λεπτό.
Και με άφησες μόνη μου.
Να ρημάζω κάθε μέρα, περιμένοντας μια σου λέξη, μια αφορμή για να τρέξω δίπλα σου.
Μα αυτή η μέρα δεν ήρθε ποτέ.
Όσο κ αν προσπάθησα.
Εγώ σταμάτησα το χρόνο εκεί, να σε περιμένω.
Ενώ εσύ συνέχιζες την ζωή σου.
Μου γύρισες την πλάτη νομίζοντας πως τελειώσαμε έτσι απλά, χωρίς να λάβεις υπόψη σου πόσα δικά μου πήρες μαζί σου…
Είμαι μάλλον άπω τις γυναίκες που αγαπάνε μια φορά. Κι αυτή είναι για πάντα.
Θέλω να είσαι πάντα καλά καρδιά μου.
Ούτε το κάρμα ούτε κανείς να μη σε κρίνει.
Γιατί εγώ, σε συγχωρώ.