Γράφει η Ιωάννα Ντρε
Αχ κρυφέ μου έρωτα,
Αχ κρυφέ μου έρωτα, ήθελα να σουν αλλιώς. Ήθελα να με θες κι εσύ όσο εγώ, να με σκέφτεσαι όσο εγώ και η καρδιά σου να χτυπούσε μόνο για μένα. Όμως δεν είσαι φτιαγμένος έτσι. Δε γεννήθηκες για να είμαι εγώ για σένα κι εσύ για μένα.
Έβαλες πλώρη για άλλη αγκαλιά. Τώρα λοιπόν που να μιλήσω για σένα, που να βρω το κουράγιο να ζήσω με αυτό το κενό μέσα μου; Θα το βρω όμως. Πρέπει να το βρω και να συνεχίσω.
Ήθελα να μαι κοντά σου, να υπάρχω κάπου στη ζωή σου κι εγώ. Σου χα πει πως σ’ αγαπώ. Στο είχα πει κάποτε το θυμάσαι; Δεν άλλαξε τίποτα από τότε κι ας μη στο ξανά είπα ποτέ ξανά.
Εδώ, στη καρδιά μου ζεις, από τότε. Κάθε στιγμή και κάθε λεπτό, ολοένα και περισσότερο καίει μια φλόγα που δε σβήνει. Όσο κι αν προσπαθώ να τη σβήσω, να τη κουκουλώσω με ότι βρω μπροστά μου προκειμένου να μη τη βλέπω, να μη την αισθάνομαι, να σκουπίσω ακόμα και τις στάχτες της στο τέλος να μην υπάρχει τίποτα, όμως δε γίνεται.
Υπάρχει. Υπάρχεις.
Ήθελα τις ώρες που μου λείπεις να τρέχω να σε βρω. Να σε κοιτάζω από μια γωνιά κι ύστερα να χάνομαι πάλι. Να βλέπω ότι είσαι καλά και να γεμίζω φως με την εικόνα της παρουσίας σου άλλα μετά πάλι στο σκοτάδι. Το δικό μου ατελείωτο σκοτάδι.
Τώρα όμως φεύγω. Μακριά σου. Ίσως δε σε ξαναδώ ποτέ ξανά. Ίσως δεν αισθανθώ ξανά την καρδιά μου να φτερουγίζει κάθε φορά που σε έβλεπα ή να χάνω τα λόγια μου κάθε φορά που σου μιλούσα. Αλλά θα έχω πάντα εκείνη την αίσθηση του τσιμπήματος όταν σε πρωτοείδα, εκείνο το καλοκαίρι και σε ερωτεύτηκα με τη πρώτη ματιά.
. Ήθελα να με θες κι εσύ όσο εγώ, να με σκέφτεσαι όσο εγώ και η καρδιά σου να χτυπούσε μόνο για μένα. Όμως δεν είσαι φτιαγμένος έτσι. Δε γεννήθηκες για να είμαι εγώ για σένα κι εσύ για μένα.
Έβαλες πλώρη για άλλη αγκαλιά. Τώρα λοιπόν που να μιλήσω για σένα, που να βρω το κουράγιο να ζήσω με αυτό το κενό μέσα μου; Θα το βρω όμως. Πρέπει να το βρω και να συνεχίσω.
Ήθελα να μαι κοντά σου, να υπάρχω κάπου στη ζωή σου κι εγώ. Σου χα πει πως σ’ αγαπώ. Στο είχα πει κάποτε το θυμάσαι; Δεν άλλαξε τίποτα από τότε κι ας μη στο ξανά είπα ποτέ ξανά.
Εδώ, στη καρδιά μου ζεις, από τότε. Κάθε στιγμή και κάθε λεπτό, ολοένα και περισσότερο καίει μια φλόγα που δε σβήνει. Όσο κι αν προσπαθώ να τη σβήσω, να τη κουκουλώσω με ότι βρω μπροστά μου προκειμένου να μη τη βλέπω, να μη την αισθάνομαι, να σκουπίσω ακόμα και τις στάχτες της στο τέλος να μην υπάρχει τίποτα, όμως δε γίνεται.
Υπάρχει. Υπάρχεις.
Ήθελα τις ώρες που μου λείπεις να τρέχω να σε βρω. Να σε κοιτάζω από μια γωνιά κι ύστερα να χάνομαι πάλι. Να βλέπω ότι είσαι καλά και να γεμίζω φως με την εικόνα της παρουσίας σου άλλα μετά πάλι στο σκοτάδι. Το δικό μου ατελείωτο σκοτάδι.
Τώρα όμως φεύγω. Μακριά σου. Ίσως δε σε ξαναδώ ποτέ ξανά. Ίσως δεν αισθανθώ ξανά την καρδιά μου να φτερουγίζει κάθε φορά που σε έβλεπα ή να χάνω τα λόγια μου κάθε φορά που σου μιλούσα.
Αλλά θα έχω πάντα εκείνη την αίσθηση του τσιμπήματος όταν σε πρωτοείδα, εκείνο το καλοκαίρι και σε ερωτεύτηκα με τη πρώτη ματιά.