Γράφει η Μαριάννα Βασιλείου
Τι κι αν μου λείπεις; Τι κι αν σε ψάχνω τα βράδια;
Όλα είναι εδώ κι όλα είναι μακριά από σένα που κάποτε ήσουν τα πάντα μου. Βγαίνω στους δρόμους κι απλά σε ψάχνω και δεν υπάρχει κανείς που να αγάπησα με τόση απολυτότητα, με τόσο σθένος κι απλά σε έχασα από έναν αλλόκοτο εγωισμό.
Μα χάνονται στ’ αλήθεια, οι άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ ή είναι άραγε γραφτό κάπου να ξαναβρεθούν σαν δυο ξεχασμένοι πλανόδιοι μικροπωλητές ονείρων από τα παλιά. Ίσως τελικά να είναι γραφτό κάπου να τα ξαναπούν για να θυμηθούν την παλιά εκείνη αθωότητα που αυθόρμητα, τους έκανε κάποτε να ζουν αληθινά. Ίσως και να πουν ένα τελευταίο αντίο πριν εγκαταλείψουν για πάντα αυτή τη ζωή.
Είναι σαν αυτό το τραγούδι που λέει πως οι παλιές αγάπες πάνε στο παράδεισο, ίσως μόνο εκεί τελικά να μπορέσουν να ανθίσουν πραγματικά, στον αλλοτινό τους παράδεισο γιατί στη πραγματική ζωή οι άνθρωποι μπροστά στο εγώ τους πουλάνε και τη ψυχή τους στο διάολο. Είναι κάπως σαν να έχουμε τσακωθεί με την αλήθεια γι’ αυτό και κάθε μέρα χάνουμε όλο και περισσότερους ανθρώπους που αγαπάμε.
Έτσι και εγώ τώρα που σ’ έχασα έμαθα να σ’ αγαπάω με μια ειλικρινή πίστη ότι όσο πιο μακριά σου θα ‘μαι μόνο καλό θα σου κάνω και ίσως αυτό να θέλω πραγματικά. Να ξέρω ότι είσαι κάπου εκεί έξω ευτυχισμένος και ελεύθερος με έναν άνθρωπο δίπλα σου που θα μπορεί να σου δώσει όλα όσα δεν κατάφερα εγώ.
Ο έρωτας πολλές φορές μοιάζει με θηρίο, η αγάπη όμως είναι άλλο πράγμα και όποιος αγαπά πολύ, όποιος αγαπά για πάντα θέλει τον άλλον ευτυχή ακόμα και αν δεν έχει πια καμία θέση στη ζωή του. Αγάπη θα πει ανιδιοτέλεια, σεβασμός απέναντι σ’ έναν άνθρωπο που συνδεθήκατε έστω και για λίγο. Αγάπα τον κι ας είναι μακριά, αγάπα τον χωρίς να περιμένεις, χωρίς να ελπίζεις και να θυμάσαι ότι η αγάπη σου δε πάει ποτέ χαμένη. Η αγάπη σου γίνεται γιατρός και θρέφει όλες τις πληγές σου και σου δίνει τη δύναμη να βρεις και εσύ έναν άλλον άνθρωπο να μοιραστείτε μαζί το υπόλοιπο αυτής της μουντής καθημερινότητας γιατί όλοι έχουμε ανάγκη έναν συνοδοιπόρο για να περπατάμε μέσα σ’ αυτούς τους δρόμους, λίγο πιο γαλήνιοι μέσα μας.
Κι αν ποτέ ξαναβρεθούμε δε θα πω λυπάμαι, δε θα σου ξαναπώ με συγχωρείς για τότε, θα σου πω μόνο ναι ρε φίλε σε ερωτεύτηκα ακραία, ήμουν εγωίστρια, σε ήθελα μόνο για εμένα. Το πήγα μέχρι το τέρμα, έπαιξα τα ρέστα μου και έχασα. Τώρα πέρασε πάει πια, μου αρκεί μόνο που στάθηκα τυχερή να ξαναδώ αυτό το βλέμμα. Θα σ’ αγκαλιάσω για τελευταία φορά και θα σου ψιθυρίσω κρυφά στο αυτί: “Να σε προσέχει μόνο αυτή που σ’ έχει καρδιά μου, τίποτα άλλο” και θα σου ευχηθώ καλή ζωή και μόνο τότε ίσως νιώσω πραγματικά λίγο πιο ανάλαφρη μέσα μου.
Έτσι είν’ οι χαμένες αγάπες μοιάζουν με πλοία που μόλις έχουν βουλιάξει, μα πάντα υπάρχει περιθώριο για ένα τελευταίο αντίο πριν το ναυάγιο. Τουλάχιστον θα ‘ χεις να λες ότι κάτι έζησες γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη τραγωδία από τον άνθρωπο τον κατάμονο που δεν έζησε, που δεν ένιωσε, που δεν άκουσε, που δεν είδε και που δεν άγγιξαν τα μάτια του.
Θα σ’ αγαπώ πάντα και για πάντα. Να σε προσέχεις!