Έκανα φίλο μου το σκοτάδι..


Γράφει ο Αποσπερίτης
Δεν λύγισα ποτέ, έκανα φίλο μου το σκοτάδι και δεν θέλω να γλιτώσω. Ήλιος δεν θα γίνω, θα με βρέξω με δάκρυα. Με κρυψώνα ένα κρύο καλοκαίρι να το τυλίγουν χίλια αγκάθια, να μου μοιάζει η σιωπή σου σαν ένα ουρλιαχτό συγγνώμης.
Να γίνω στάχτη θέλω πριν να έρθει το πρωί, σαν ουρανός να χαράξω που θα φανώ από τ ‘αστέρια εκεί ψηλά. Μη μου λες για την αγάπη που με έχεις ξεχασμένο, μη ρωτάς για ποια αλήθεια και ποιο ψέμα.
Είναι αγρίμι η ψυχή μου κι ένας αλήτης η φωνή μου, εφιάλτες τα όνειρά μου. Δεν ψάχνω καταλαβαίνεις; Ζω και αναπνέω για να μπορώ να κλάψω τον χαμό μου.
Από την δόλια σου ψυχή να μην αφήσεις την νύχτα να φύγει γιατί μόλις θα μπει το φως να ξέρεις πως θα τρομάξεις.
Το σκοτάδι να έχεις παρηγοριά, είναι ο χρόνος που παγώνει είναι τα χρόνια που περάσανε, ομίχλη στο μυαλό μου και η σκέψη μου θολή.
Με ζώνει ο εφιάλτης που ερωτεύτηκα κι ακόμα σε θυμάμαι ενώ οι δρόμοι κλείσανε.
Έλα, γίνε αγκάθι και μάτωσε τα σωθικά μου, γίνε δάκρυ, γίνε φόβος, γίνε ό,τι έχω αγαπήσει πριν να φύγω. Καιρός είναι να την κάνω, άσε το παράθυρο όπως πάντα ανοιχτό.
Μέσα στο πακέτο βάλε ανάποδα το πρώτο τσιγάρο, για γούρι.
Συνήθισα να μην νιώθω κομμάτι σου. Όλα συνδέονται με έναν περίεργο τρόπο.
Κάθε ξημέρωμα κενά μπαλώνω με αλκοόλ και καπνό. Πώς μιλάς για καλύτερες μέρες όταν ποτέ σου δεν έχεις φύγει από το μουράγιο; Παλεύω να σωθώ κι εσύ ακόμα βρίσκεσαι στα ρηχά. Η αλμύρα και η πίκρα γίνονται ένα κι εγώ στην μέση της θάλασσας παλεύω.
Έβαλα πάθος εκεί που μου είπαν ότι είμαι απαθής, έβαλα αγάπη εκεί που μου είπαν μάθε να μισείς, έβαλα τον εαυτό μου στον λάκκο με τα φίδια.
Πέρασα δρόμους δύσβατους καθώς έβαζα λέξεις στην άκρη του στόματός σου, έβαζα σκέψεις…
Ήθελα να βρω κάτι για να μας αγγίζει στις δύσκολες στιγμές. Πάντα μου άρεσε να κρυφακούω τον άνεμο και να κοιτάζω μια στο χώμα και μια στον ουρανό. Εσύ εγκατέλειψες τον άνεμο, το χώμα και τον ουρανό κι έφυγες.
Τα κάστρα που είχαμε χτίσει, έπεσαν. Ουδέν κρυπτό ύπο τον ήλιο κι η κόλαση στο μυαλό του καθενός είναι για δύο.