Πόσα λεπτά απόγνωσης μπορεί να αντέξει ένας ερωτευμένος;
Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
«Πάω να γράψω», της είπα. Ψέλλισα και μια καληνύχτα στη γλώσσα της. Εκείνη με διόρθωσε. Πάντα με διόρθωνε. Πάντα. Γύρισε το πρόσωπό της κι άρχισε εκείνος ο επώδυνος βηματισμός της απομάκρυνσης. Ένιωσα να σκοτεινιάζει γύρω μου. Δεν έβλεπα τα φώτα των αυτοκινήτων. Δεν έβλεπα τα χρώματα στα φανάρια. Μόνο σκοτάδι έβλεπα. Με κύκλωνε το σκοτάδι της μοναξιάς κι εγώ στεκόμουν ανήμπορος. Έμεινα να κοιτάζω τη φιγούρα της, να κοιτάζω τη σκιά της που έσβηνε σιγά σιγά μες τη νύχτα.
«Πόσα λεπτά απόγνωσης μπορεί ν’αντέξει ένας άνθρωπος;», αναρωτήθηκα. Ένας ερωτευμένος άνθρωπος, πόσα;
Εκείνη η απόσταση μέχρι να φτάσω στο σπίτι, έμοιαζε αιώνας. Εκείνοι οι αναθεματισμένοι φόβοι μου, ώρα με την ώρα έβρισκαν χαραμάδες και ξεπηδούσαν προς τα πάνω. Έφταναν στο κεφάλι μου και το σφυροκοπούσαν ανελέητα. Οι σκέψεις πεταγόντουσαν με ορμή και δύναμη, σαν μαχαίρια προς το στόχο. Κάθε σκέψη με πονούσε περισσότερο. Άρχισα να τρέχω μες τη νύχτα. Δεν ήξερα που πήγαινα, απλά έτρεχα. Κάποια στιγμή σταμάτησα. Ένιωσα καυτή την ανάσα μου. Φύσηξα μες τα χέρια μου να ξορκίσω όλες εκείνες τις σκέψεις που είχαν καταλύσει στο κεφάλι μου.
Ένιωσα το κεφάλι μου να αδειάζει. Το ένιωσα ανάλαφρο σαν καράβι που επιπλέει στην ασφάλεια του λιμανιού, μακριά από τα αφιλόξενα και μανιασμένα κύματα. Παρά την χαμηλή θερμοκρασία, δεν ένιωθα το κορμί μου κρύο. Μια φλόγα τόσο οικεία διαπερνούσε τα σωθικά μου. Ένιωσα ξαφνικά στοργή και αγάπη για τον εαυτό μου.
Έπαψε να με τρομοκρατεί η φυγή της. Έπαψε να με “κυνηγάει”. Σταμάτησα να τρέχω. Σταμάτησα να σκέφτομαι. Σαν να βγήκε το κορμί μου από τη σήψη. Σαν ν’αντίκρισε πάλι τον ουρανό. Κι είχε αστέρια ο ουρανός, σαν τώρα το θυμάμαι.
Μπήκα στο σπίτι και πήρα τα βιβλία της στα χέρια μου. Άνοιξα την πρώτη σελίδα. Είδα τα γράμματά της ολοζώντανα, να χορεύουν μπρος τα μάτια μου. Ξετύλιξα δυο-τρεις φράσεις πού‘χε σημειώσει στο τέλος της σελίδας κι άρχισα να γράφω. Η νύχτα ξεθώριαζε, μαζί κι φυγή της..
Συνεχίζεται..