Οι δεδομένοι και τα δεδομένα, έχουν τελειώσει προ πολλού..
Γράφει η Μαρίνα Κρητικού
Για χρόνια τώρα με θεωρούσαν δεδομένη όλοι γύρω μου, από τον απλό γείτονα μέχρι τους γονείς μου, τον σύντροφο μου και τους φίλους μου. Για όλους ήμουν διαθέσιμη ανά πάσα ώρα και στιγμή χωρίς να διαμαρτύρομαι και να φέρνω αντιρρήσεις. Ήξεραν ότι όποτε με χρειάζονταν αρκεί να έπαιρναν ένα τηλέφωνο και να μου έλεγαν ότι είχαν ανάγκη τη βοήθεια μου κι εγώ θα έτρεχα. Δεν έβαζα στην ζυγαριά ούτε το πόσο μικρό και ασήμαντο ήταν αυτό που μου ζητούσαν, ούτε φυσικά τις δικές μου ανάγκες και προτεραιότητες τη δεδομένη στιγμή. Απλά έλεγα “έρχομαι αμέσως”, παρατούσα ό,τι κι αν έκανα και φρόντιζα αυτόν που μου το ζητούσε.
Κάπως έτσι πέρασε σχεδόν η μισή μου ζωή, μέχρι που η σταγόνα ξεχείλισε το ποτήρι. Δεν το καταλάβαινα πόσο κακό μου έκανα όλα αυτά τα χρόνια με τη στάση μου απέναντι στον εαυτό μου. Οι ανάγκες μου είχαν σχεδόν εκμηδενιστεί, αφού ακόμα και οι βασικές βιολογικές ανάγκες, όπως αυτή της ξεκούρασης ή/και του φαγητού ακόμα, πολλές φορές έφτανε βράδυ για να νιώσω τους πόνους σε όλο μου το σώμα και να σταματήσω για να με φροντίσω κάνοντας τα απολύτως ουσιαστικά και απαραίτητα πριν μπω για ακόμα μια φορά στον φαύλο κύκλο του να νοιάζομαι και να ικανοποιώ τις ανάγκες των άλλων.
Όμως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για να καταλάβω και να εμπεδώσω πόσο σημαντικό είναι να δώσω ένα τέλος και να πείσω τον εαυτό μου ότι οι δεδομένοι μας τελείωσαν. Στον βωμό της αποδοχής μου από τους ανθρώπους γύρω μου, είχα καταλήξει να θυσιάσω την προσωπικότητα μου. Πώς όμως να μην θεωρήσεις δεδομένη αυτή την στάση ζωής όταν οι γυναίκες της οικογένειας σου, σου είχαν δώσει αυτό το παράδειγμα με τη δική τους στάση ζωής; Πώς να αμφισβητήσεις όλο αυτό που συμβαίνει όταν μια ολόκληρη κοινωνία είναι οργανωμένη με το να πιστεύει ότι η γυναίκα οφείλει να είναι πίσω από όλους αν θέλει να είναι καλή σύζυγος και μαμά;
Μόνο όταν βιώσεις στο πετσί σου τις συνέπειες και το κόστος για τον εαυτό σου του να είσαι δεδομένη μπορείς να αναθεωρήσεις και να αλλάξεις στάση ζωής. Ένα πρωί σηκώθηκα από το κρεβάτι και έκανα κάτι που δεν το συνηθίζω, καθώς κάθε μέρα λειτουργώ πολύ ρομποτικά ώστε να φέρω εις πέρας τις υποχρεώσεις που έχω επωμιστεί. Πλένοντας το πρόσωπο μου, με κοίταξα στον καθρέπτη και έκατσα να με παρατηρήσω για πολλή ώρα. Το θέαμα που αντίκρισα σχεδόν με σόκαρε, καθώς δεν έμοιαζα με τίποτα στις φωτογραφίες που κοσμούσαν το σαλόνι μου. Εμφανώς γερασμένη και με αυλακώσεις στο πρόσωπο που μαρτυρούσαν μία μία όλα τα άγχη που έχω βιώσει όλα αυτά τα χρόνια, τα περισσότερα από τα οποία αφορούσαν υποχρεώσεις τρίτων.
Μετά από λίγη ώρα περισυλλογής, ένιωσα την αγανάκτηση και την αδικία να μου κοκκινίζουν το πρόσωπο και αμέσως μετά να με κατακλύζει ο θυμός. “Αυτήν την ζωή επιθυμούσες για εσένα;”, ούρλιαξα στον καθρέπτη και ήταν σαν κάποιος να μου πάτησε ένα κουμπί. Τέρμα λοιπόν οι δεδομένοι και τα δεδομένα! Από εδώ και μπρος σειρά έχω εγώ και οι δικές μου ανάγκες.