Μαμά έφυγες και μ’άφησες μισή..

June 15, 2018
4 Mins Read
48 Views

Γράφει η Λιάνα

Θυμάμαι ένα βράδυ, ήμουν δεν ήμουν 5 χρονών, που σε ξύπνησα μέσα στο βράδυ κλαίγοντας. Είχα καταλάβει τι είναι θάνατος και – παιδάκι τότε – σκέφτηκα τι θα γίνει όταν έσυ και ο μπαμπάς φύγετε. Με καθησύχασες τότε και μου είπες πως δεν χρειάζεται να φοβάμαι γιατί εσείς δεν θα
φύγετε ποτέ.

Τα χρόνια πέρναγαν, μέσα σε αγάπη, σε ανεμελιά. Δεν θυμάμαι ποτέ κάτι να μου λείπει. Μεγάλωνα μέσα σε μια οικογένεια που όλοι τη ζήλευαν. Ακόμα και κάποιο πρόβλημα να υπήρχε φροντίζατε πάντα επιμελώς να το κρύβετε. Και η αδερφή μου και εγώ είχαμε δίπλα μας δυο βράχους και το ξέραμε. Τα λάθη μας, οι ανοησίες μας ποτέ δεν είχαν κανένα αντίκτυπο. Όλα πέρναγαν, όλα ξεχνιόντουσαν.

Στα 20 μου, μια καταραμένη Παρασκευή του Μαρτίου, ο μπαμπάς αποφάσισε να ταξιδέψει για άλλους κόσμους, μακρυά μας. Αυτόματα όλος μου ο κόσμος άλλαξε, ένιωσα μικρή, χαμένη, γι αυτό και ερχόμουν εκείνες τις μέρες και καθόμουν στα πόδια σου, να νιώσω πως έστω εσύ είσαι καλά. Σε κοίταγα, για να πάρω ελπίδα από σένα. Κανείς δεν το κατάλαβε ποτέ αυτό. Μόνο οι δυο μας ξέραμε.

Ζήσαμε πολλά χρόνια μαζί, βλέπεις εγώ δεν είχα οικογένεια ακόμα. Έγινες η φίλη μου, ο εξομολόγος μου, η παρέα μου. Σε σένα τα έλεγα όλα.
Κάθε τι σοβαρό, αστείο, λάθος, σωστό, τα μάθαινες πρώτη. Ποτέ δεν βαρυγκόμησες, ακόμα κι όταν παραλίγο να διαλύσω τη ζωή μας, παρασύρθηκα σε άλλους δρόμους. Εσύ εκεί πολεμίστρια, όπως πάντα, με το δυνατό σου γέλιο, μου είπες πως δεν βάζεις τίποτα πάνω απ το παιδί σου και θα παλέψουμε. Πέρασες τα νεύρα μου, την εξάρτηση μου, σου είπα πράγματα που ακόμα και σήμερα δεν έχει μάθει κανείς. Χτυπιόμουν, πάθαινα κρίσεις πανικού κι εσύ ξενύχταγες μαζί μου λέγοντας μου αστεία για να ηρεμήσω.

Τι να θυμηθώ; Όλους τους άντρες που πέρασαν απ τη ζωή μου και σου ανέλυα κάθε στιγμή μαζί τους, αστεία, πιπεράτα κι έλεγες χαρακτηριστικά “μα δεν ντρέπεσαι να τα λες αυτά στη μάνα σου” κι έσκαγες απ τα γέλια! Στιγμές ανεκτίμητες που κράτησαν μέχρι και 5 μέρες πριν φύγεις.

Τι να θυμηθώ; Πως ήσουν για όλους μια μεγάλη αγκαλιά; Πως έδινες σε όλους κομμάτια απ’ την ψυχή σου; Πως πάλευες τα πάντα; Αρρώστιες, θανάτους, στεναχώριες. Ο πιο μαχητικός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου. Δεν σου έμοιασα πουθενά, γι αυτό και κρυφά έλεγες στους άλλους τι θα γίνει αυτό το παιδί όταν θα φύγω;

Τι να θυμηθώ; Την ευτυχία σου όταν σου είπα πως θα παντρευτώ; Την γαλήνη που ένιωσες; Την αγάπη που έδειξες σ αυτόν τον άνθρωπο; Τον γάμο μου που τον έκανες όπως ήθελες, γιατί έπρεπε να σου κάνω το χατήρι, επειδή θυσίασες τα πάντα για μένα!
Και μετά ο αγώνας για ένα παιδί, που δεν ερχόταν κι εσύ ενώ είχες πια κουραστεί, είχες αρχίσει να αρρωσταίνεις, πάλευες μαζί μου.
Έσβηνες την απογοήτευση μου και με παρακινούσες να συνεχίσω.

Τι να θυμηθώ; Τη μάχη που έδωσες στο τέλος; Παράλυτη, να παλεύεις σ αυτή την ηλικία να σταθείς στα πόδια σου κι εμένα η ψυχή μου να έχει γίνει μικρά, μικρά κομματάκια που δεν ξέρω αν θα καταφέρω να τα κολλήσω ποτέ. Και τότε όμως έβρισκες συμβουλές, λύσεις. Το μυαλό σου τετραπέρατο δεν σταμάτησε ποτέ να δίνει απαντήσεις.

Εκείνο το βράδυ μαμά, που σου είπα πως δεν θα συνεχίσω τις προσπάθειες για παιδί ξέρεις γιατί το έκανα; Γιατί μου είχες πει πως ήταν η τελευταία εκκρεμότητα που είχες κι ήθελα να σε απαλλάξω γιατί ένιωσα πως είχες κουραστεί πια μ αυτή τη ζωή, μακρυά μας. Ένιωσα πως δεν θέλεις άλλο.

Έτσι και έγινε! Σε τρεις μήνες, άλλαξες. Πάντα δυνατή, πάντα γελαστή, το επίκεντρο όλων όσων ήταν γύρω σου. Αλλά την απόφαση σου την είχες πάρει. Την είχες πει σε κάποιους, με μισόλογα, γιατί σκεφτόσουν μην το μάθω εγώ. Άρχισες να αφήνεσαι αργά, σταθερά.

Κι ήρθαν οι καταραμένες μέρες. Δεν ταλαιπωρήθηκες. Δεν θα μπορούσε ο Θεός να σε αφήσει να παιδευτείς. Θυμάμαι – θα θυμάμαι- πάντα τον αποχαιρετισμό σου, τη δύναμη που βρήκες να μας μιλήσεις δυνατά, καθαρά. Το χέρι σου που χάιδεψε τελευταία φορά το δικό μου. Η τελευταία μας
επίγεια επικοινωνία. Το αντίο σου κι οι συμβουλές σου. Και σε δυο μέρες χάθηκες, έγινες αεράκι ένα ηλιόλουστο πρωινό μιας Παρασκευής του Φλεβάρη και βρήκες εκεί ψηλά όσα σου έλειπαν τόσα χρονια.

Από κείνη τη μέρα μαμά, έμεινα μισή. Δεν μπορώ σε κανέναν να πω τις αλήθειες μου. Δεν μπορώ πουθενά να μοιραστώ τις στεναχώριες και τα λάθη μου. Δεν θέλω σε κανέναν να ανοίξω την ψυχή μου. Έφυγε το κομμάτι της ψυχής μου που ήταν αγνό και καθαρό. Έφυγες εσύ που δεν με έκρινες, με συμβούλευες.
Και βλέπεις από κει πάνω πως η ζωή μου έχει γίνει απίστευτα δύσκολη χωρίς την ασφάλεια σου. Βλέπεις τα πάντα και ξέρω πως μπορεί να σε στεναχωρώ αλλά δεν θέλω να είμαι αλλιώς τώρα. Θέλω να ξεφεύγω απ τον χαμό σου.

Ο χρόνος λένε είναι γιατρός. Δεν το πίστεψα ποτέ. Απλά αναγκάζεσαι να μη δείχνεις τόσο έντονα αυτά που νιώθεις. Σκατόγρια μου, είμαι γεμάτη πληγές. Κι αυτές γίνονται βαθιές κάθε που σε θυμάμαι. Κάθε που ασυναίσθητα πάω να σε πάρω τηλέφωνο. Κάθε που μέσα μου λέω “ααα αυτό να μην ξεχάσω να το πω στην Κούλα”.

Κανείς τους δεν ήξερε τι είχαμε εμείς. Ούτε θα το μάθουν ποτέ. Η σιωπή σου με τρελαίνει, το τσιριχτό σου γέλιο που σώπασε, η φωνή σου όταν με ξύπναγες εκνευριστική, μα πάνω απ όλα η αγάπη σου που αν και τη νιώθω παντού στο χώρο γύρω μου δεν μου φτάνει έτσι.

Μαμά, πρόσεξε μας λίγο από κει πάνω, δώσε μου ένα σημάδι, πως τελικά όλα θα πάνε καλά. Έλα στον ύπνο μου να μιλήσουμε λιγάκι!
Ξέρεις με ένα φρέντο καπουτσίνο με πολύ σαντιγύ, στη γνωστή παραλία, μέχρι τις 9 το βράδυ δυο μας.

Μου λείπεις μαμά!
(Δώσε ένα φιλί στο ξυρισμένο μαγουλάκι του Μήτσου που θα μυρίζει Axe, από μένα, όπως μου ζήταγε πάντα)

Exit mobile version