Ήταν Κυριακή βράδυ.
Μια μελαγχολική Κυριακή και τη θυμάμαι ακόμα γιατί ήταν τα γενέθλια της μητέρας μου όταν στο δελτίο των 8 ανακοινώθηκε λιτά κι απέριτα ο θάνατος της Κατερίνας Γώγου.
Της τρίτης των καταραμένων ποιητών των Εξαρχείων..
Λίγο καιρό πριν, θα δηλώσει σε μια συνέντευξη, «Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζήσασα, εγώ»
Όχι για πολυ..
Ο κόσμος την έμαθε από τις ελληνικές ταινίες σαν την μικρή κόρη της Πάστα Φλώρα, την ατίθαση συμμαθήτρια της Βουγιουκλάκη, την υπηρέτρια της κυρίας Κοκοβίκου.. κι ίσως τελικά να υποδήθηκε τόσο καλά το χαρούμενο, τσαχπίνικο, φαζαριόζικο πλάσμα για να μπορέσει να κρύψει την μοναχικότητά της, το αγρίμι που έκρυψε η ψυχή της, το ανήσυχο πνεύμα της, την ανυπότακτη φύση της.
Κι όταν η εικόνα σταμάτησε, ήρθαν οι λέξεις.
Λέξεις μαχαιριές, λέξεις μέσα από το σκοτάδι, λέξεις που σε σημάδευαν κατευθείαν στην καρδιά.
Η Γώγου έγραψε ποίηση όταν οι άλλοι της γενιάς της έκαναν δημόσιες σχέσεις.
Έζησε αναρχικά, βιώσε την κατάθλιψη, τον πόνο, την οργή και πάλεψε με τους δαίμονές της.
Μα ακόμα και στα πιο βαθιά σκοτάδια της, πίστευε…
Θαρθεί καιρός που θα αλλάξουν τα πράγματα. Να το θυμάσαι Μαρία. Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη -μη βλέπεις εμένα- μην κλαις. Εσύ εισ’ η ελπίδα. ’κου θάρθει καιρός που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς δε θα βγαίνουν στην τύχη Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές με γυρμένους απέξω Και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε δε θάμαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια. Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα κι άλλοι με νότες. Να φυλάξεις μονάχα σε μια μεγάλη φιάλη με νερό λέξεις και έννοιες σαν και αυτές απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός για το μάθημα της ιστορίας. Είναι Μαρία -δε θέλω να λέω ψέματα- δύσκολοι καιροί. Και θαρθούνε κι άλλοι. Δεν ξέρω -μην περιμένεις και από μένα πολλά- τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω μόνο: “Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος”. Θα την αλλάξουμε τη ζωή! Παρ’ όλα αυτά Μαρία. |
Το τέλος προδιαγεγραμμένο και σκηνοθετημένο προσεκτικά από την ίδια.
Γύρισε στο Μεταξουργείο, στο πατρικό της, όπως το μωρό που κουρνιάζει στον κόρφο της μάνας του για να ηρεμήσει.
Ο θάνατός της προκάλεσε θλίψη, μα όχι έκπληξη. Είχε φύγει από καιρό και μόνο το σώμα της περιφερόταν ακόμα εδώ κάτω.
Και τώρα πια.. δεν μπορείς να μην αναρωτιέσαι.. πόσο καλά έκρυψες την θλίψη πίσω από το γέλιο ρε Κατερίνα;
Γι’αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γι’αυτό αν τύχει και αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μ’αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ .
Κι εκεί.
Κι όπως αποφωνεί κι ο Θανάσης Νιάρχος στο ντοκιματέρ για τη ζωή της του Αντώνη Μποσκοϊτη, “…μόνο αγάπη ρε! ούτε τιμές, ούτε τίποτα”