Έρχομαι να σε φιλήσω, να σου πω να μείνεις! Γιατί έτσι γαμώτο!
Δεν το χω με τα γλυκανάλατα αλλά στο σημείο που φτάσαμε και με το κεφάλι μουδιασμένο από το αλκόολ, δεν έχω και πολλές επιλογές.
Ξέρεις πότε σε ερωτεύτηκα; Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που νόμιζες πως θα σε σκότωνα από τα νεύρα.
Ναι, εκείνο το απόγευμα που έσκασες μύτη στην παρέα, ανέμελη και αμέριμνη και πέταξες ένα “Hello..” μούσκεμα από την βροχή έξω και χωρίς φυσικά να κρατάς ομπρέλα.
Να σε φιλήσω. Αυτό ήθελα μόνο. Αυτό μπορούσα να σκεφτώ. Αυτό έπαιζε στο μυαλό μου σαν ταινία μικρού μήκους στο repeat.
Να σε αγγίξω. Να σε φιλήσω. Να σε νιώσω. Να σε μυρίσω.
Τρία χρόνια μετά, μου έχεις αλλάξει τη ζωή. Μου έχεις πειράξει το τι με αγγίζει, το τι θέλω, το τι νιώθω ότι χρειάζομαι για να είμαι καλά. Χωρίς να το ξέρεις καν, χωρίς να χρειάζεται να το προσπαθήσεις. Έτσι, για τον τρόπο που περπατάς, για το πώς λες ένα κακό αστείο κι ακούγεται κάπως καλύτερο, για το πώς κάθεται το νερό πάνω σου όταν βρέχεσαι. Για το πώς μου ταράζεις το μυαλό, όταν εγώ προσπαθώ να το κοιμίσω.
Τρία χρόνια έχουν περάσει από τότε, που εγώ κι εσύ το παίζουμε φίλοι ενώ ξέρουμε πολύ καλά κι οι δυο ότι δεν είμαστε. Ενώ σε κοιτάζω και με κοιτάζεις και ξέρεις πως υπάρχει κάτι άλλο, πως θέλουμε να κρυφτούμε σε μια γωνιά και να ξεχάσουμε ότι υπάρχει πλανήτης. Κι ας υπάρχει άλλος. Κι ας υπάρχει στοπ, λες κι υπήρχε ποτέ κάτι διαφορετικό με μας.
Και ξέρεις κάτι; Ήμουν καλά με αυτό, ήμουν οκ, εκείνος στην άλλη άκρη, εσύ εδώ κι εγώ, να παλεύω να γίνω ό,τι σιχαίνομαι, να το παίξω άντρας με κώδικα τιμής, να μη φάω του άλλου την γκόμενα, που την έχω ερωτευτεί πιο πολύ κι από οξυγόνο. Που κοιμάμαι τα βράδια στο μισό εκατοστό της και παλεύω με όλο μου το σώμα να μην την ακουμπήσω. Ναι, αυτό κάνω, δεν το ήξερες; Κι εσύ το ίδιο κάνεις, κάθε γαμημένη φορά που μ’ αγκαλιάζεις. Και τώρα τι; Σηκώνεσαι και φεύγεις. Σηκώνεσαι και φεύγεις και πού πας; Σε εκείνον λες, για σπουδές, για δουλειά, ούτε που με νοιάζει.
Έρχεσαι και μου λες με δάκρυα στα μάτια ότι φεύγεις. Έτσι απλά. Κι εγώ, το ίδιο απλά, πρέπει να το δεχτώ. Γιατί είσαι δική του, γιατί είσαι δική σου, σίγουρα όχι δική μου. Γιατί είμαι μαλάκας και μικρός και δε στο είπα τόσες φορές που είχα την ευκαιρία. Γιατί θεώρησα πως ο χρόνος θα μας φτάσει, πως θα είμαστε οκ, πως κάποια στιγμή, απλά δε θα είναι τόσο δύσκολο. Είναι τρεις παρά πια κι εσύ πετάς στις εφτάμιση.
Οι μαλακίες τελείωσαν. Μαζί κι οι δικαιολογίες, κι οι λέξεις, και το ποτό μου επίσης. Οπότε θα σηκωθώ, τύφλα, θυμωμένος, απόλυτα δικός σου και θα ‘ρθω να σε βρω. Θα έρθω να σε φιλήσω, να σου πω να μείνεις, να σου πω να διαλέξεις εμένα, γιατί έτσι.
Γιατί είναι εγωιστικό, γιατί είναι ανώριμο κι επικίνδυνο, μα είναι αυτό που θέλω. Και βαρέθηκα να ντρέπομαι για όλα όσα θέλω. Σε πέντε λεπτά, θα βρίσκομαι έξω απ’ το σπίτι σου. Σε πέντε λεπτά, θα σου πω ότι σ’ αγαπάω. Κατέβα.