Δεν χωράνε “πρέπει” στην αγάπη
Γράφει η Μαρίνα Κρητικού
Τι σημαίνει η λέξη αγάπη; Μπορούμε να την ορίσουμε εννοιολογικά ή παραμένει ακόμα κάτι συγκεχυμένο; Αγαπάμε τους άλλους επειδή το νιώθουμε, το βιώνουμε μέρα με τη μέρα, μέσω του μοιράσματος των εμπειριών μας. Επενδύουμε στη σχέση μας με τους σημαντικούς για εμάς ανθρώπους και χτίζουμε το δεσμό μας μαζί τους, ζώντας τις στιγμές μας στο εδώ και τώρα!
Η αγάπη είναι βιωματική εμπειρία, την νιώθεις, την ζεις, καθορίζει όλη σου την ύπαρξη. Ενήλικες μεγαλωμένοι με αγάπη, άνευ όρων αποδοχή και ενσυναίσθηση, μπορούν να την κληροδοτήσουν στα δικά τους παιδιά. Αντίθετα, ενήλικες μεγαλωμένοι σε απορριπτικό περιβάλλον, δυσκολεύονται να δώσουν και να δεχτούν αγάπη. Η αποδοχή αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα για την ανάπτυξη ενός σωματικά και ψυχικά υγιούς ατόμου.
Οι γονείς που αποδέχονται τα παιδιά τους, είναι φιλικοί και στοργικοί μαζί τους, δείχνουν την αγάπη τους προς το παιδί, το ενισχύουν και το επιδοκιμάζουν ψυχολογικά πολύ περισσότερο. Επιπλέον, κάνουν διάφορες δραστηριότητες μαζί και παίρνουν ευχαρίστηση από τη συντροφιά του, αλλά και δείχνουν κατανόηση για τα σφάλματα και τις δυσκολίες του παιδιού και τέλος, είναι συνήθως ήρεμοι, ήπιοι και μαλακοί στην καθημερινή τους συμπεριφορά. Αντίθετα, οι απορριπτικοί γονείς, δείχνουν λιγότερο τη στοργή τους, τα αμείβουν λιγότερο, κάνουν συχνή κριτική και μεγαλοποιούν τα λάθη των παιδιών, ενώ δείχνουν επιλεκτική προσοχή στα σφάλματα και τις ατέλειες τους. Στην καθημερινή τους συμπεριφορά, είναι συνήθως οξύθυμοι, βίαιοι και τραχείς. Η απόρριψη που βιώνει το παιδί, του προκαλεί ανασφάλεια, χαμηλή αυτοεκτίμηση, έλλειψη εμπιστοσύνης και οδηγεί το παιδί να βιώνει ματαίωση, θυμό και φόβο.
Συνεπώς, υπάρχει άραγε πρέπει; Πώς να “απαιτήσεις” από ένα παιδάκι να αγαπήσει το αδερφάκι του, όταν οι γονείς του λένε ότι πρέπει να το κάνει, ενώ οι ίδιοι συνειδητά ή ασυνείδητα πολλές φορές υπονομεύουν αυτή την αγάπη, συγκρίνοντας τα παιδιά μεταξύ τους; Ακόμα και η αγάπη προς τα πρόσωπα αναφοράς μας, τους γονείς μας δεν είναι ποτέ δεδομένη. Πώς να πρέπει να αγαπήσεις έναν πατέρα απών, που ουσιαστικά εμφανίζεται στη ζωή σου όποτε και αν βρει λίγο χρόνο, απλά επειδή είναι πατέρας σου; Η σχέση με τα πρόσωπα του κοντινού μας περιβάλλοντος, τους “σημαντικούς μας άλλους” και κατ’ επέκταση η αγάπη μας για εκείνους, δεν βασίζεται σε πρέπει, αλλά στις κοινές μας εμπειρίες και το πώς νιώθουμε για εκείνους.
Όταν σταματήσουμε τα πρέπει και αρχίσουμε να εστιάζουμε στην σχέση μας με τα άλλα πρόσωπα και στο πώς θα την ενδυναμώσουμε, τότε θα αγαπήσουμε και θα νιώσουμε πραγματικά κοντά μας τους ανθρώπους γύρω μας. Όταν το “θέλω” γίνει “πρέπει”, χάνεται και η ουσία και το νόημα της επαφής. Αν επενδύσουμε στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, μόνο κερδισμένοι θα βγούμε!