Γραφει η Λιάνα Ζαφειράτου
Όταν αρχίσαμε αυτό το ταξίδι φοβόμουν. Στο είχα πει ότι είναι τόσο έντονο, τόσο δυνατό αυτό που νιώθω και μου απάντησες απλά “και εγώ”!
Και εσύ τι; Και εσύ νιώθεις κάτι τόσο δυνατό και έντονο; Και εσύ με φοβάσαι; Και εσύ τι;
Ήρθε η πρώτη φουρτούνα και ήταν μεγάλη. Δεν ένιωθα καλά μετά από εκείνο το τηλεφώνημα. Σιχαίνομαι την υστερία αλλά τα χτυπήματα ήταν απανωτά και λύγισα.
Μου ήρθε εμετός μόλις κλείσαμε ήταν τόσο ξένη αυτή η αντίδραση για μένα κι αυτό ήταν κάτι που μόνο εσύ δεν το ήξερες και τελικά, δεν το έμαθες ποτέ!
Όταν ξαναμιλήσαμε μου είπες “έσπασε” και μας έπιασε η αμηχανία μας, σου απάντησα ότι εγώ απλά σεβάστηκα την επιθυμία σου για σιωπή.
Πάλι φοβόμουν και ας μη στο είχα πει. Νομίζω αυτό το κατάλαβες μόνος σου.
Όταν εξαφανίστηκες πάλι, έγινε αυτό που φοβόμουν!
Η εναλλαγή από το φως στο σκοτάδι ήταν τόσο γρήγορη και απότομη, τόσο έντονη…
Μα για μια στιγμή, από την αρχή έτσι ήταν έντονο, πώς αλλιώς;
Δεν θέλω να φοβάμαι πια μ ’ακούς;
Το σκοτάδι της νύχτας είναι υπέροχο όταν το λούζει το ολόγιομο φεγγάρι με τον ξάστερο ουρανό και το υπερβολικό φως με τυφλώνει χωρίς γυαλιά ηλίου.
Το ταξίδι μας είναι και τα δυο το ξέρω και δεν τα φοβάμαι πια. Ελπίζω να το έμαθες και εσύ γιατί δεν γίνεται αλλιώς.
Είναι η σειρά σου να διαλέξεις τον άτονο ατάραχο κόσμο σου ή τον έντονο δικό μας κόσμο!
«Πουθενά δεν πάω μ’ ακούς; Ή κανείς ή κι δυο μαζί μ’ ακούς;
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας, μια για πάντα το κόψαμε και δεν γίνεται αλλιώς μ’ ακούς;»
Μην αφήσεις τα κύματα του χρόνου να σβήσουν τα σημάδια μας…